Wednesday 25 November 2009

Οι αλλοεθνείς στην Αιγυπτιακή μαγική γραμματεία

Αλλοεθνείς γονυπετείς και δεμένοι πισθάγκωνα από ένα μίσχο παπύρου (από αριστερά προς τα δεξιά: Βεδουίνοι, Νούβιοι, Λύβιοι, Κρήτες). Διακοσμητικό διάζωμα από τους θρόνους του Φαραώ Αμενχοτέπ Γ΄ και της βασίλισσας Τίυ στο ταφικό σύνολο του Άνεν (Θηβαϊκός τάφος, αρ. 120), περ. 1380 π.Χ. Αντίγραφο από τη συλλογή του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης (αρ. 33.8.8)

Για τους αρχαίους Αιγυπτίους η έννοια και το περιεχόμενο της ιστορίας είχε μία έντονη τελετουργική διάσταση∙ τα ιστορικά γεγονότα αναπαρίσταντο κατά έναν ιδιαίτερο, δραματοποιημένο τρόπο κατά τη διάρκεια των μεγάλων θρησκευτικών εορτών, πράξη που συνιστούσε συνέχεια ή ανανέωση της ίδιας της πρωταρχικής στιγμής της δημιουργίας του κόσμου και των πρωταγωνιστών της (Baines 1996; Hornung 1966). Στο ίδιο συμβολικό πλαίσιο εντάσσονταν και οι πολυάριθμες αναπαραστάσεις υποταγμένων εχθρών ενώπιον του παντοδύναμου και απόλυτου Φαραώ-μονάρχη, που κοσμούσαν τις προσόψεις των μεγάλων ναϊκών αρχιτεκτονημάτων (Ritner 1993, 115-36). Οι αλλοεθνείς θεωρούνταν συμβολικές ενσαρκώσεις του χάους και της αταξίας (πολιτικής και κοινωνικής), που επιβουλεύονταν την ακεραιότητα, ασφάλεια και συνοχή του Αιγυπτιακού κράτους. Για το λόγο αυτό έπρεπε να θυσιαστούν. Η μελέτη, ωστόσο, των μαγικών κειμένων της Αιγυπτιακής γραμματείας καταδεικνύει, όπως θα δούμε παρακάτω, μία πιο πολυσύνθετη εικόνα για το χαρακτήρα και τη θέση των αλλοεθνών στην Αιγυπτιακή κοινωνία (Koenig 2007; Kousoulis 2009).
Στόχος κάθε αποτρεπτικής τελετής ήταν ο εξορκισμός των κακόβουλων και επαναστατικών ενεργειών που στόχευαν στην ανατροπή της κοσμικής και πολιτικής τάξης και αρμονίας (μάατ), απ’ όπου και αν προέρχονταν. Έτσι, στην επονομαζόμενη τελετουργία "ακινητοποίησης της ανθρωπότητας" (ρέτεχ-πατ), η λέξη πατ "ανθρωπότητα" συμπεριελάμβανε όλους τους ανθρώπους, ασχέτως εθνικότητας, οι οποίοι ενδεχομένως μπορούσαν να θεωρηθούν υποκινητές πράξεων αμφισβήτησης της πολιτικής εξουσίας (Posener 1975). Η παραδοσιακή συμβολική απεικόνιση στην αιγπτιακή εικονογραφία των "εννέα εθνοτήτων" ως εννέα τόξων που υποτάσσονταν στον έλεγχο του Φαραώ, αντιπροσώπευε όλες τις τότε γνωστές επικράτειες, με τις οποίες οι Αιγύπτιοι είχαν αναπτύξει σχέσεις συνδιαλλαγής αλλά και αντιπαλότητας, συμπεριλαμβανομένης ωστόσο και της ίδιας της Αιγύπτου, Άνω/Νότια και Κάτω/Βόρεια Αίγυπτο (Zivie-Coche 1994; Yoyotte 1980-1981). Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι περιπτώσεις των αλλοεθνών που επιβουλεύονταν τη φαραωνική μοναρχία ήταν πολύ περισσότερες από αντίστοιχες των Αιγυπτίων.
Κάθε εχθρός ή επαναστάτης ταυτιζόταν με τις δυνάμεις του χάους και εχθρούς της ουράνιας τάξης (π.χ. Σήθ, Άποφις). Οι αποτρεπτικές τελετουργίες επιχειρούσαν να εξορκίσουν το κοσμικό κακό και τους επί γης αντιπροσώπους του, ώστε να συνεχιστεί αδιαλείπτως η πορεία της ζωής και του φυσικού κόσμου και να αποτραπεί η επιστροφή στην προ-δημιουργίας χαοτική κατάσταση. Έτσι, στο Βιβλίο Καταστροφής του Άποφι από τον πάπυρο του Bremner-Rhind, ο ιερουργός επιτάσσει το ηλιακό θεό Ρα να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια του Φαραώ να εξολοθρεύσει του εχθρούς του, όπως ακριβώς ο Φαραώ εξοντώνει τον Άποφι και προστατεύει τη δημιουργία για λογαριασμό του θεού (στίχος 22/4; Kousoulis in press).
Σε μαγικά κείμενα του Νέου Βασιλείου (περ. 1152-1295 π.Χ.) πολλές αποτρεπτικές φόρμουλες και δαιμονικά ονόματα αποδίδονταν σε ξένες διαλέκτους (βλ. λ.χ. Schneider 1989 και Leitz 1999). Οι τελευταίες θεωρούνταν υποδεέστερες της Αιγυπτιακής και δεν μπορούσαν να εκφράσουν πλήρως το μαγικό λόγο. Χρησιμοποιούνταν μόνο ως μέσο ελέγχου των ξένων θεϊκών κα δαιμονικών οντοτήτων. Ας μη ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με την Αιγυπτιακή κοσμοθεωρία, ο δημιουργός θεός έπλασε τον κόσμο, τους θεούς και ανθρώπους προφέροντας τα ονόματά τους στην ιερή γλώσσα της Αιγύπτου. Οι ξένοι, κατά συνέπεια, θεωρούνταν ως οι "άλλοι", οι "βάρβαροι" που δε γνώριζαν την εσώτερη φύση της θεϊκής διάνοιας και, έτσι, δε μπορούσαν να συνάψουν άμεση και στενή σχέση με αυτήν (Koenig 2007, 227). Αν και οι θεότητες του Αιγυπτιακού πανθέου είχαν πολυάριθμα ονόματα και υποστάσεις, το πραγματικό τους όνομα, που περιείχε όλες τις ιδιότητες της θείας φύσης τους, παρέμενε μυστικό και μπορούσε να αποκαλυφθεί μόνο στους κατέχοντες την ανώτερη μαγική γνώση ιερουργούς, σύμφωνα με το μύθο του Ρα και της Ίσιδος.[1] Αυτά τα μυστικά ονόματα των θεών διατυπώνονταν αποκλειστικά στην Αιγυπτιακή διάλεκτο. Κατά συνέπεια, όσα βαρβαρικά ονόματα αναφέρονται στα μαγικά κείμενα, εκλαμβάνονταν ως διαφορετικές εκφάνσεις των Αιγυπτιακών θεϊκών προτύπων και βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ιερέων/μάγων. Η γλώσσα, επομένως, λειτουργούσε ως ένα ακόμη σημαντικό κριτήριο διαχωρισμού των φυλετικών ομάδων στα μαγικά κείμενα.
Η Τρίτη Μεταβατική Περίοδος (περ. 1069-702 π.Χ.) με την εισβολή των ξένων πληθυσμιακών ομάδων που ακολούθησε (Νούβιοι, Πέρσες, Έλληνες) προκάλεσε ένα παρανοϊκό αίσθημα φόβου και αβεβαιότητας έναντι του ξένου στοιχείου. Μολονότι οι επιδρομές των ξένων φυλετικών ομάδων παρουσιάζονται στη λογοτεχνία της περιόδου ως "θεία δίκη", για την παρακμή στην οποία είχε περιέλθει το Αιγυπτιακό κράτος, δεν αντιμετωπίσθηκαν το ίδιο από όλες τις κοινωνικές ομάδες (Hellholm 1989). Υπήρξε σαφής διαφοροποίηση στην αντίληψη της επίσημης, ιερατικής ιδεολογίας από τη μία μεριά, και της λαϊκής τάξης από την άλλη. Για παράδειγμα, στο Δημοτικό Χρονικό – πολιτική σύνθεση της Ύστερης Περιόδου – η Περσική κατοχή περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα και ο Πέρσης ηγεμόνας χαρακτηρίζεται ως ο "απόλυτος εχθρός" (Devauchelle 1995). Την ίδια στιγμή, ωστόσο, μαγικοί πάπυροι γραμμένοι στη Δημώδη γραφή περιείχαν και μαγικές επωδές για την προστασία των ξένων ηγεμόνων (Griffiths & Thompson 1921, 86-7).
Η αυξημένη προκατάληψη έναντι των αλλοεθνών κατά την Ύστερη Περίοδο που ακολούθησε ενεργοποίησε ένα παλιό αγαπημένο θέμα της Αιγυπτιακής λογοτεχνίας: την προσμονή για την άφιξη ενός Φαραώ-μεσσία, ο οποίος θα επανέφερε την πολιτική τάξη και τη θρησκευτική καθαρότητα και θα επέβαλε την επαναλειτουργία των ναών στα πρότυπα της Φαραωνικής περιόδου (Assmann 1989). Η αγνότητα και η καθαρότητα των Αιγυπτίων ιερέων (μαγικός ασκητισμός) ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την τελετουργική δραστηριότητα στους ναούς και ερχόταν σε αντίθεση με τη μη-καθαρότητα των εισβολέων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε φαινόμενα παρασιτικών ασθενειών και επιδημιών να συνδεθούν με τη μη-καθαρότητα των αλλοεθνών (Meyer 1999). Ασθένειες, όπως η λέπρα, θεωρούνταν ότι προέρχονταν από σημιτικές φυλετικές ομάδες, ενώ μία επιγραφή από τον ελληνορωμαϊκό ναό στην Έσνα απαγόρευε ρητά την είσοδο στο ναό σε όσους υπέφεραν από τη συγκεκριμένη αρρώστια (Sauneron 1960, 111-15).
Κατά συνέπεια, η "δαιμονοποίηση" των αλλοεθνών κατά την Ύστερη Περίοδο είχε τις ρίζες της στην βαθιά πεποίθηση της Αιγυπτιακής ελίτ – ιερέων, ανώτερων αξιωματούχων – ότι οι εισβολείς όχι μόνο εποφθαλμιούσαν την κυριαρχία και ακεραιότητα του Αιγυπτιακού κράτους, αλλά και ότι εισήγαγαν φαινόμενα διαφθοράς και σήψης, καταπατώντας τις παραδοσιακές αρχές της Αιγυπτιακής κοινωνίας. Η αρνητική αυτή στάση έναντι των αλλοεθνών επέζησε ακόμα και επί Ηροδότου ο οποίος χαρακτηριστικά επισημαίνει, ότι οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν τους Έλληνες μη-καθαρούς, γιατί θυσίαζαν και κατανάλωναν ιερά ζώα: "εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς, απαγορευόταν σε κάθε Αιγύπτιο, άνδρα ή γυναίκα, να φιλήσει Έλληνα στο στόμα, ή να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι ενός Έλληνα, ή να φάει το κρέας ενός ζώου που είχε σφαγιαστεί από Έλληνα" (ΙΙ, §41). Με την εμφάνιση και κυριαρχία του Χριστιανισμού, αυτή η έντονη αποστροφή έναντι του ξένου στοιχείου θα μετατραπεί πολύ γρήγορα σε καταδίκη της γηγενούς Φαραωνικής παράδοσης, αυτή τη φορά από τους εκχριστιανισμένους Αιγυπτίους. Οι νέες πεποιθήσεις θα ριζώσουν στην Χριστιανική Αίγυπτο των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, καταδικάζοντας τις προηγούμενες παραδόσεις ως δαιμονικές. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο D. Frankfurter: "όταν οι τοπικές κοινωνίες αρχίζουν να κατανοούν τη θέση τους σε ένα διαπολιτισμικό περιβάλλον (όπως αυτό που προσέφερε ο Ελληνισμός), προσδίδουν συνήθως σημαίνουσα θέση σε θεούς που έχουν τη δυνατότητα να αγκαλιάσουν αυτό το περιβάλλον και, ακολούθως, λιγότερη αξία και αυξανόμενη απειλή σε τοπικούς θεούς και παραδοσιακές οντότητες του πρότερου περιβάλλοντός τους" (1998, 275 και σημ. 28).

[1] Ο μύθος αυτός έχει καταγραφεί στον μαγικό πάπυρο του Τορίνο (verso 6/11-9/5∙ W. Pleyte και F. Rossi, Papyrus de Turin, Leiden, 1869-1876∙ για μετάφραση, βλ. J.F. Borghouts, Ancient Egyptian Magical Texts, Leiden, 1978, 51-5) και περιγράφει την προσπάθεια της θεάς Ίσιδος να εκμαιεύσει από τον ηλιακό θεό Ρα το μυστικό του όνομα, ώστε να θέσει υπό τον έλεγχό της τις δυνάμεις του θεού. Για να το πετύχει αυτό, μεταμορφώθηκε σε σκορπιό και τσίμπησε το θεό εμποτίζοντάς τον με θανατηφόρο δηλητήριο. Μην αντέχοντας τον πόνο, ο θεός προσέφυγε στη βοήθεια των μαγικών γνώσεων της θεάς, η οποία όμως ζήτησε ως αντάλλαγμα το μυστικό του όνομα. Ο θεός επιχείρησε ματαίως να την ξεγελάσει, λέγοντάς της ότι τον αποκαλούν απλώς ως Κχέπερ (ανατέλλων), Ρα (μεσουρανών) και Ατούμ (δύσας), τρία ονόματα που αντιπροσώπευαν τις τρεις φάσεις της καθημερινής του πορείας στο κοσμικό στερέωμα. Εντούτοις δεν κατάφερε να πείσει τη θεά, η οποία πέτυχε στο τέλος να ανακαλύψει το μυστικό του όνομα και, έτσι, όχι μόνο να τον θεραπεύσει αλλά και να τον θέσει υπό τον έλεγχό της.

Aναφορές:


Assmann, J. (1989), 'Königsdogma und Heilserwartung', σε Hellholm 1989.
Baines, J. (1996), 'Contextualising Egyptian representations of society and ethnicity’, σε S. Cooper & G.M. Schwartz (επιμ.), The Study of the Ancient Near East in the Twenty-first Dynasty, Winona Lake, 339-84.
Devauchelle, D. (1995), 'Le sentiment anti-perse chez les anciens Égyptiens', Transeuphratène 9, 68-70.
Frankfurter, D. (1998), Religion in Roman Egypt. Assimilation and Resistance, Princeton.
Griffiths, G.L. & H.Thompson (1921), The Demotic Magical Papyrus of London and Leiden, Oxford.
Hellholm, D. (επιμ.) (1989), Apocalypticism in the Mediterranean World and the Near East. Proceedings of the International Colloquium on Apocalypticism, Uppsala, August 12-17, 1979, Tübingen.
Hornung, E. (1966), Geschichte als Fest: Zwei Vorträge zum Geschichtbild der frühen Mensheit, Darmstadt.
Koenig, Y. (2007), 'The image of the foreigner in the magical texts of Ancient Egypt', σε P.Kousoulis & K.Magliveras (επιμ.), Moving Across Borders. Foreign Relations, Religion and Cultural Interactions in the Ancient Mediterranean, OLA 175, Leuven.
Kousoulis, P. (2009), 'Name vs. function and the problem of otherness in the Egyptian magical discourse of the New Kingdom and the Third Intermediate Period". Επιστημονική ανακοίνωση στο διεθνές αρχαιογνωστικό συνέδριο Ο Άνω, ο Υπεράνω και ο Κάτω Κόσμος της Μεσογείου στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Ρόδος 29-31 Μαίου 2009.
Kousoulis, P. (in press), Apophis: a Study of his Nature and Ritual Execution, Leuven.
Leitz, Ch. (1999; issued 2000), Magical and Medical Papyri of the New Kingdom. Hieratic Papyri in the British Museum VII, London.
Meyer, R. (1999), 'Magical ascesis and moral purity in Ancient Egypt', σε J.Assmann & G.G.Stroumsa (επιμ.), Transformations of the inner Self in ancient Religions, Brill.
Posener, G. (1975), 'Philologie et archéologie égyptiennes', Annuaire du Collège de France 75e année, 409-10.
Sauneron, S. (1960), 'Les Possédés', Bulletin de Institut Français d’Archéolgique Orientale 60, 111-5
Schneider, T. (1989), ‘Mag pHarris XII, 1-5: Eine kanaanäische Beschwörung für die Löwenjagd', Göttinger Miszellen 112, 53-63.
Schwartz, J. (1949), 'Les conquérants perses et la littérature égyptienne', Bulletin de Institut Français d’Archéolgique Orientale 48, 65-80.
Yoyotte, J. (1980-1981), 'Héra d’Héliopolis et le sacrifice humain', Annuaire de l’École Pratique des Hautes Études Vth section 89, 97
Zivie-Coche, C. (1994), 'Dieux autres, dieux des autres. Identité culturelle et altérité dans l’Égypte ancienne', Israel Oriental Studies 14.

Thursday 19 November 2009

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι υπέφεραν από καρδιοπάθειες!

Οι μισές από τις μούμιες που εξετάστηκαν στο μουσείο του Καΐρου παρουσίαζαν σημάδια αθηροσκλήρυνσης και καρδιοπάθειας, ανακοίνωσαν Αμερικανοί καρδιολόγοι. Ο ο Μάικλ Μιγιαμότο, ερευνητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, και άλλοι ερευνητές εξέτασαν με αξονική τομογραφία 22 μούμιες που φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο Αρχαιοτήτων του Καΐρου. Οι μούμιες χρονολογούνταν από το 1981 έως το 334 π.Χ. και οι μισές ανήκαν σε άτομα άνω των 45 ετών (εκείνη την εποχή το προσδόκιμο ζωής δεν υπερέβαινε τα 50 χρόνια). «Μας έκανε εντύπωση η παρόμοια εικόνα της αποτιτάνωσης των αγγείων στις μούμιες και στους σημερινούς ασθενείς μας» σχολίασε αναφερόμενος στις παθολογικές αποθέσεις ασβεστίου μέσα στα αγγεία.
Ιστός της καρδιάς και των αγγείων εντοπίστηκε σε 16 από τις μούμιες. Από αυτές, οι εννέα παρουσίαζαν σίγουρη ή πιθανή αθηροσκλήρυνση και μία εμφάνιζε σημάδια εμφράγματος, χωρίς όμως να είναι δυνατό να προσδιοριστεί αν ήταν και θανατηφόρο. Αγνωστο παραμένει και το γιατί οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εμφάνιζαν τόσο συχνά αυτού του είδους τις ασθένειες, τις οποίες αποδίδουμε συνήθως στο σύγχρονο τρόπο ζωής.
Οι ερευνητές επισημαίνουν πάντως ότι οι μούμιες ανήκουν σε πρόσωπα ανώτερης κοινωνικής τάξης. Ορισμένα υπηρετούσαν ως ιερείς στην αυλή των φαραώ και σίγουρα όλα απολάμβαναν έναν πολυτελή τρόπο ζωής. «Οι πλούσιοι έτρωγαν κρέας, και έβαζαν και αλάτι στο κρέας τους, οπότε ίσως είχαν υπέρταση, αλλά αυτό είναι εικασία» ανέφερε ο καρδιολόγος Ράνταλ Τόμσον, επίσης μέλος της ερευνητικής ομάδας. Σήμερα, με τις απεριόριστες επιλογές στο φαγητό μας, «είναι σαν να ζούμε όλοι στην αυλή του φαραώ» σχολίασε.
H έρευνα δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου: A.H. Allam, R. C. Thompson, L. Samuel Wann, M.I. Miyamoto, G.S. Thomas, 'Computed Tomographic Assessment of Atherosclerosisin Ancient Egyptian Mummies', Journal of American Medical Association 302(19), 2009, 2091-2094.
Μπορείτε να διαβάσετε την περίληψη του άρθρου εδώ. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εδώ (Los Angeles Times), εδώ (USA Today), εδώ (The Wall Street Journal, με slideshows και video).
Πηγές: EEF/Associated Press/ΔΟΛ