Tuesday 24 February 2009

Βρέθηκε άγαλμα καθημένου ανδρός στο πυραμιδικό σύνολο του Μυκερίνου


Αιγύπτιοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ένα αρχαίο άγαλμα στην πυραμίδα του Φαραώ της 4ης Δυναστείας, Μυκερίνου (περ. 2510-2491 π.Χ.), στη νεκρόπολη της Γκίζας. Όπως δήλωσε ο Zahi Hawass, Γενικός Γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου, το άγαλμα έχει ύψος 1,5 μέτρο περίπου και απεικονίζει έναν καθήμενο άνδρα, του οποίου η ταυτότητά του δεν μπορεί να προσδιοριστεί, με το δεξί του χέρι πάνω στο γόνατο κρατώντας στην παλάμη του ένα ακαθόριστο αντικείμενο. Βρέθηκε θαμμένο σε βάθος μόλις 40 εκατοστών κάτω από την επιφάνεια της άμμου στο βόρειο τμήμα της πυραμίδας του Μυκερίνου. Σύμφωνα με τον Ζ. Ηawass, η χρονολόγηση του ευρήματος είναι επίφοβη λόγω της απουσίας επιγραφών. Καταλήγει, ωστόσο, ότι η τεχνοτροπία του αγάλματος είναι χαρακτηριστική της γλυπτικής της 4ης Δυναστείας.
Πηγές: EEF/ΔΟΛ/Reuters U.K.

Sunday 22 February 2009

Βασιλικός Κατάλογος του Τορίνο συνέχεια (βλ. προηγούμενο post)

Αναδημοσιεύω εδώ, από σχετικά posts στο EEF, μία σύνοψη του σχετικού με την ανακάλυψη χαμένων σπαραγμάτων από το Βασιλικό Κατάλογο του Τορίνο άρθρου στην Ιταλική εφημερίδα La Stampa (βλ. προηγούμενο post).

"According to the article, the "expedition" to the basement of the museum and the discovery of part of the missing pieces was triggered by Dr. Parkinson, who relaying on the content of the "Royal Canon of Turin", written by Alan H. Gardiner in 1959 and in possession of the Griffith Institute, started believing in the existence - possibly by the museum - of pieces (described in Gardiner notes) currently missing from the reconstruction operated by Giulio Farina in 1938. And apparently (should read surprisingly?) it wasn't difficult to locate these pieces, stored inside an closet in the basement, part of which was already encased in glass.No reference is made concerning the the content of these pieces. Yet, the first examination seems to confirm the intuition that the reconstruction of Farina is not fully correct and will need to be fixed. The belief is that "It is a huge discovery and that ... there will be the need to correct the dates of the dynasties and possibly to add some more names..."

Και οι πρώτες γνώμες των ειδικών:

-- Richard Parkinson (British Musuem): "Thanks to this discovery we can say that the reconstruction did byFarina is wrong. The pieces must be replaced in a different wayusing the technologies that we have at our dispossal in London.We are now able to do a better job than that was possible70 years ago"

-- Bridget Leach (British Museum): "The papyrus have been restored in antiquitity. Can you see theseembroidery flosses? There is glue of animal origin, that can causemany damages"

-- Eleni Vassilika (Turin Museum): "This is a very significant discovery. It is possible that we musthave to do a revision of the dates of the dynasties and to addnames of pharaohs".

Friday 20 February 2009

Βρέθηκαν χαμένα σπαράγματα παπύρου από τον Κατάλογο των Βασιλέων στο Μουσείο του Τορίνο!


Χαμένα σπαράγματα παπύρου, που ανήκουν στον επονομαζόμενο Κατάλογο των Βασιλέων, φαίνεται πως ανακάλυψαν Αιγυπτιολόγοι στις αποθήκες του Αιγυπτιακού Μουσείου του Τορίνο! Ο Βασιλικός Κατάλογος του Τορίνο (Royal Turin Canon), γραμμένος σε φύλλα παπύρου στην ιερατική γραφή, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες Αιγυπτιακές πηγές που διαθέτουμε για την ανασύνθεση της Φαραωνικής ιστορίας. Αν και ανακαλύφθηκε σε ακέραια μορφή από τον Ιταλό ταξιδευτή Bernardino Drovetti το 1822 στη Θηβαϊκή νεκρόπολη, κατά τη μεταφορά και έκθεσή του στο Μουσείο του Τορίνο έσπασε σε περισσότερα από 160 φράγματα, πολλά από τα οποία έχουν χαθεί. Ο Βασιλικός Κατάλογος περιλαμβάνει 300 περίπου ονόματα βασιλέων, θεοτήτων, μυθικών μορφών και ηρώων, που φαίνεται να βασίλεψαν στη Χώρα του Νείλου από την Προϊστορία μέχρι και τα χρόνια του Ραμσή Β΄, οπότε και τοποθετείται η συγγραφή του (Gardiner 1959· Malek 1982· Ryholt 2004). Δίνεται ακριβής αναφορά στη διάρκεια διακυβέρνησης του κάθε Φαραώ, ενώ μνημονεύονται και ονόματα ξένων ηγεμόνων από τις χώρες της Εγγύς Ανατολής.

Εκτενής αναφορά στα ιταλικά για τα χαμένα σπαράγματα μπορείτε να βρείτε εδώ. Για το ιερογλυφικό πρωτότυπο του Βασιλικού Καταλόγου με αγγλική μετάφραση, κάντε κλικ εδώ.
Αναφορές:
Gardiner, A. (1959), The Royal Canon of Turin, Oxford.
Malek, J. (1982), "The original version of the Royal Canon of Turin", Journal of Egyptian Archaeology 68, 93-106.
Ryholt, K. (2004), "The Turin King-list", Studien zur Altagyptischen Kultur 15, 135-55.

Monday 16 February 2009

ΘΡΗΣΚΕΙΑ - Περί όφεων (I)


Η πρώτη αναφορά στο όνομα του Άποφι ('pp) από τον τάφο του Ανκχτίφι στη Μοάλλα, δυτικές Θήβες (© Π. Κουσούλης)
Κοινός παρανομαστής όλων των κοσμογονικών μύθων των αρχαίων Αιγυπτίων ήταν η ύπαρξη μίας χαοτικής άμορφης κατάστασης που προϋπήρχε της γένεσης του σύμπαντος και ονομαζόταν Νουν (Allen 1988, 88-122). Η κατάσταση αυτή συνδύαζε την πρωταρχική μάζα ύδατος (νουν) με το αρχέγονο σκότος (κέκου σεμάου) και αναγνωρίστηκε ως κυοφορούσα την πρωταρχική ύλη της δημιουργίας. Η ύλη εκδηλώθηκε με μορφή ενός μικρού λοφίσκου, του πρωταρχικού βουνού, πάνω στον οποίο στάθηκε ο δημιουργός θεός και πραγμάτωσε τη συμπαντική λάμψη, τάξη και αρμονία (μάατ). Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιώντας αρνητικούς όρους, περιέγραφαν την πρωταρχική χαοτική κατάσταση ως εκείνη της "μη-ύπαρξης", της αδράνειας, του σκότους και του αγνώστου, αντιπαραβάλλοντάς τη με τη ύπαρξη και τη δράση, το φως και τη γνώση του δημιουργημένου σύμπαντος κόσμου (Assmann 1990). Μετά τη δημιουργία, οι δυνάμεις του χάους (ίσφετ) συνέχιζαν να υπάρχουν, αποκομμένες έξω από τα σύνορα του σύμπαντος κόσμου, απειλώντας την ουράνια και πολιτική τάξη και ισορροπία του κόσμου και επιδιώκοντας να καταστρέψουν ό,τι δημιούργησε ο δημιουργός θεός.
Η πιο εύστοχη εικονογραφική απόδοση του διαχωρισμού τάξης και χάους αποτέλεσε η μορφή του ουροβόρου όφη ή, αλλιώς, του όφη "με την ουρά στο στόμα (του)" (σεντ-εμ-ρα) (Stricker 1953· Kákosy 1986), η πρώτη εικονογραφική αναπαράσταση του οποίου μαρτυρείται στο Αινιγματικό Βιβλίο του Άλλου Κόσμου (Hornung 1982, 162-5)—μνημειακή εικονογραφική σύνθεση που κοσμούσε τις αίθουσες των νεκρικών βασιλικών θαλάμων του Νέου Βασιλείου στην Κοιλάδα των Βασιλέων στις Θήβες—και, αργότερα, στην επιφάνεια των ανθρωπόμορφων σαρκοφάγων της 21ης Δυναστείας (Niwinski 1988), καθώς και σε μαγικές και ταφικές συνθέσεις της Ελληνορωμαϊκής Περιόδου (Goyon 1985, 124-7). Στις σχετικές αναφορές, ο ουροβόρος όφις περιέβαλε τη μορφή ενός λαγού που αποτελούσε το ιερογλυφικό εικονόγραμμα για τη λέξη ουέν "ύπαρξη, υπάρχω". Έτσι, κατέληξε να συμβολίζει τα σύνορα του σύμπαντος κόσμου, που εμπεριείχε τα δημιουργημένα όντα (θεούς και ανθρώπους) προστατεύοντάς τα από τις δυνάμεις της μη-ύπαρξης (ίσφετ), οι οποίες είχαν αποσυρθεί στις παρυφές του σύμπαντος, έξω από τα σύνορα της δημιουργίας. Παράλληλα αντιπροσώπευε την έννοιες της ατέρμονης γέννησης και το τέλος του γραμμικού χρόνου.
Η ταύτιση του ουροβόρου όφη με τον Άποφι γίνεται στον πάπυρο του Bremner Rhind, κείμενο της Ύστερης Περιόδου, όπου έχει καταγραφεί και η μόνη ολοκληρωμένη τελετουργία εξορκισμού και εξολόθρευσης του οφιοειδούς αυτού δαίμονα. Στο στίχο 32, δίνονται σαφείς οδηγίες στο μάγο/ιερουργό πώς να ζωγραφίσει έναν ουροβόρο όφι, να του δώσει το όνομα Άποφις και, εν συνεχεία, να το κάψει τελετουργικά (Faulkner 1933· Kousoulis 1999 και forthcoming [a]).
Η μοναδική αναφορά στην καταγωγή και γένεση του Άποφι εμφανίζεται στον Ελληνορωμαϊκό ναό της Ίσιδας στην Έσνα (νότια Αίγυπτος). Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Άποφις "γεννήθηκε" από την "πτύελο" της θεάς Νουτ μέσα στον πρωταρχικό ωκεανό του χάους, πριν από την έναρξη της δημιουργίας (Saunereon 1962, 265). Κατά συνέπεια, όχι μόνο προϋπήρξε της δημιουργίας, αλλά αποτέλεσε αναπόσπαστο αρχετυπικό συστατικό της χαοτικής κατάστασης προ δημιουργίας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι το όνομα και η ιδέα του οφιοειδούς αυτού δαίμονα ήταν άγνωστη στα νεκρικά και θρησκευτικά κείμενα του Αρχαίου Βασιλείου. Η πρώτη αναφορά στον Άποφι με το όνομά του απαντάται στον τάφο του Ανκτίφι, τοπικού άρχοντα στη Μοάλλα (δυτικές Θήβες), και χρονολογείται προς το τέλος της Πρώτης Ενδιαμέσου Περιόδου (περ. 2100 π.Χ.· Vandier 1950, 220-4). Δεν είναι τυχαίο ότι η καθυστερημένη αυτή είσοδος του Άποφι στην Αιγυπτιακή κοσμοθεωρία συμπίπτει με την κατάρρευση του Αρχαίου Βασιλείου, όταν το χάος και η κοινωνική αναρχία κατάφεραν να πλήξουν την φαινομενικά εδραιωμένη εμπιστοσύνη στην πολιτική τάξη της πυραμιδικής εποχής, εδραιώνοντας την πεποίθηση στην ύπαρξη ενός πανίσχυρου, κρυφού εχθρού του ηλιακού θεού και δημιουργού, Ρα, που απειλούσε διαρκώς την κοσμική ισορροπία (Hornung 1990, 103). Ο Άποφις πολύ γρήγορα οικειοποιήθηκε και συνένωσε στην πολυδιάστατη και πολύπλοκη φύση του όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των οφιοειδών δαιμόνων του Παλαιού Βασιλείου, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στα Κείμενα των Πυραμίδων να εξοντώνονται από τους αγαθοδαίμονες, όπως η γατόμορφη θεότητα Μάφντετ, και τους μακάριους νεκρούς (Kousoulis, forthcoming [b]).
Ο καταστροφικός ρόλος του Άποφι εντοπίζεται, inter alia, στην προσπάθεια του να εμποδίσει και, εν συνεχεία, να ακυρώσει την καθημερινή διαδικασία της δημιουργίας, που λάμβανε χώρα με την ανατολή του ήλιου και το νυχτερινό ταξίδι του ηλιακού θεού στο Επέκεινα (Assmann 1995, 49-57). Σύμφωνα με τις νεκρικές συνθέσεις, γνωστές και ως Βιβλία για το Επέκεινα, που στολίζουν τους τοίχους των βασιλικών τάφων στη Θηβαϊκή νεκρόπολη (Hornung 1999), ο Άποφις καραδοκούσε στα έγκατα του Ντουάτ και στόχευε στην παρεμπόδιση της διέλευσης της ηλιακής λέμβου. Η αναπόφευκτη σύγκρουση ελάμβανε χώρα κατά την έβδομη ώρα της νύχτας και κατέληγε στην αδρανοποίηση και προσωρινή εξόντωση του δαίμονα με τη βοήθεια των μαγικών επωδών της Ίσιδας και τη δύναμη των υπόλοιπων θεοτήτων που προστάτευαν το Ρα.
Αυτή η μυθολογική διαμάχη μεταξύ των δυνάμεων της τάξης (μάατ) και των δυνάμεων του χάους (ίσφετ) υλοποιούνταν στη δημόσια/ναϊκή ή ιδιωτική τελετουργία μέσω ειδικών μαγικών πρακτικών εξορκισμού του φιδιού. Η τελετή εξολοθρεύσεως του Άποφι λάμβανε χώρα καθημερινά σε όλους τους μεγάλους ναούς της αρχαίας Αιγύπτου, αλλά πιο εμφατικά σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους ή κατά τη διάρκεια των μεγάλων θρησκευτικών εορτών, καθώς επίσης και σε ιδιωτικά νεκρικά δρώμενα. Ο Φαραώ ή ο μάγος/ιερουργός ήταν αυτός που εξόρκιζε το δαίμονα με την αρρωγή της μαγείας (τεχνικές, όπως το "δέσιμο", "κάψιμο", ή "λόγχισμα" ομοιωμάτων του Άποφι από πηλό ή πάπυρο, αποτελούσαν τα πλέον αποτελεσματικά όπλα στη φαρέτρα του ιερουργού) και του θεϊκού λόγου (επωδές), περιφρουρώντας έτσι τη θεϊκή και κοσμική τάξη και ισσοροπία (Kousoulis 1999, 2003 και forthcoming [a]).

Αναφορές:
Allen, J.P. (1988), Genesis in Egypt. The Philosophy of Ancient Egyptian Creation Accounts, New Heaven.
Assmann, J. (1990), Maat. Gerechtigkeit und Unsterblichkeit im alten Ägypten, Munich.
Assmann, J. (1995), Egyptian Solar Religion in the New Kingdom, μετφρ. A. Alcock, London.
Faulkner, R.O. (1933), The Papyrus Bremner-Rhind (British Museum No. 10188), Brussels.
Goyon, J.-Cl. (1985), Les Dieux-Gardiens et la Genèse des Temples, 2 τ., Cairo.
Hornung, E. (1982), Conceptions of God in Ancient Egypt: the One and the Many, μετφρ. J. Baines, London.
Hornung, E. (1999), The Egyptian Books of the Afterlife, μετφρ. D. Lorton, Ithaca/London.
Kákosy, L (1986), "Uroboros", Lexikon der Ägyptologie VI, 886-93.
Kousoulis, P. (1999), Magic and Religion as Theological Performative Unity: The Apotropaic Ritual of Overthrowing Apophis, PhD dissertation, University of Liverpool.
Kousoulis, P. (2003), "The function of Heka as a mobilized force in a theological environment: the apotropaic ritual of overthrowing Apophis", στο Z. Hawass and A.M. Jones (eds.), Egyptology at the Dawn of the Twenty-First Century: Proceedings of the Eighth International Congress of Egyptologists, τ. 2, Cairo, 362-71.
Kousoulis, P., forthcoming [a], Apophis: a Study of his Nature and Ritual Execution, Leuven.
Kousoulis, P., forthcoming [b], "Cat vs. Snake: the semiotics of the conflict in myth and magic".
Niwinski, Α. (1988), 21st Dynasty Coffins from Thebes. Chronological and Typological Studies, Mainz am Rhein.
Sauneron, S. (1962), Les Fêtes Religieuses d’Esna aux Derniers Siècles du Paganisme, Esna V, Cairo.
Stricker, B.H. (1953), De Grote Zeeslang, Leiden.
Vandier, J. (1950), Mo’alla: La tombe d’ Ankhtifi et la Tomb de Sèbekhotep, Cairo.

Wednesday 11 February 2009

Ανοίχτηκε η σφραγισμένη σαρκοφάγος που βρέθηκε σε τάφο στη Σακκάρα (βλ. προηγούμενο post)

Ο Zahi Hawass, Γενικός Γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου, κατά το άνοιγμα της σαρκοφάγου (Associated Press)
Αντιγράφω από ΕΕF (11/2/09): "Illuminated only by torches and camera lights, Egyptian laborersused crowbars and picks Wednesday to lift the lid off a 2,600-year-old limestone sarcophagus, exposing - for the first time since it was sealed in antiquity - a perfectly preserved mummy. (..) Hawass said he believes the mummy in the limestone sarcophagus belonged to a nobleman, but so far the mummies' identities remain a mystery. (..) The lid of the limestone sarcophagus opened Wednesday had been broken in antiquity - likely by workers carrying it down into the chamber - and resealed with mortar, Hawass said, tracing the crack. Hawassadded that he plans to scan the mummy soon (..)Also Wednesday, Hawass opened another sarcophagus in the storeroom, a wooden coffin with an inscription in hieroglyphs on the lid that exposed another mummy, but stopped short of opening a third, also a wooden one, because of its poor condition. (..)"
"(..) The well-preserved mummy, which escaped plunder by thievesin ancient times, could contain scores of gold amulets in the folds of its linen wrappings, Egypt's chief archeologist Zahi Hawass said."It is a typical mummy of the 26th dynasty...(..) Hawass said themummy found in the sarcophagus, believed to be the original owner of the burial room, would undergo scans to determine if it did contain amulets. (..) Hawass said the mummy's burial room [was]built via a shaft next to a much older burial chamber. (..) The finds also included two anthropoid wood coffins with hieroglyphicinscriptions. Hawass found a 26th dynasty mummy in one of the wood coffins when he opened it on Wednesday after brushing away loose sand. The other wood coffin was deemed too fragile, and would be opened later after conservation efforts. (..)"
Aναλυτικό report με φωτογραφίες εδώ και εδώ.

Monday 9 February 2009

30 μούμιες και μία ανέπαφη σαρκοφάγος ανακαλύφθηκαν στη νεκρόπολη της Σακκάρα

Αιγύπτιοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν περίπου 30 μούμιες και τουλάχιστον μια ανέπαφη σαρκοφάγο σε νεκρόπολη στην περιοχή της Σακκάρα, ηλικίας το λιγότερο 4.300 χρόνων.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν το νεκροθάλαμο στη δυτική πλευρά της βαθμιδωτής πυραμίδας στη Σακκάρα, μια από τις αρχαιότερες λίθινες κατασκευές του κόσμου που χρονολογείται από το 2.650 π.Χ. Οι μούμιες φαίνεται να είναι διαφόρων ηλικιών. Η μια χρονολογείται από το 640 π.Χ., όπως και η ανέπαφη σαρκοφάγος, η οποία είναι κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο και σφραγισμένη με γύψο. Το ταφικό σύνολο είναι προφανώς πολύ παλαιότερο: «Πιστεύουμε ότι ανήκει στο Παλαιό Βασίλειο, πιθανότατα στην Πέμπτη ή Έκτη Δυναστεία» δήλωσε ο αρχαιολόγος Αμπντέλ Χακίμ Καράρ.
Δεν είναι συνηθισμένο να ανακαλύπτονται ανέπαφοι τάφοι σε γνωστές νεκροπόλεις, όπως αυτές της Σακκάρα, η οποία εξυπηρετούσε τις ταφικές ανάγκες της γειτονικής πόλης της Μέμφιδος, καθώς οι ληστές λυμαίνονταν την περιοχή στους αρχαίους χρόνους. Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι θα ανοίξουν τη σαρκοφάγο προς τα τέλη της εβδομάδας και πιθανόν να βρουν κτερίσματα μεταξύ των ταινιών που είναι τυλιγμένες οι μούμιες.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι κι άλλη σαρκοφάγος, κατασκευασμένη από ξύλο δεν έχει ανοιχθεί από την εποχή των Φαραώ, αλλά ο Καράρ δήλωσε ότι οι ληστές των αρχαίων τάφων πρέπει να την είχαν εντοπίσει πρώτοι. Μέσα σε αυτή οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια ολόκληρη μούμια ενός άνδρα που αποκαλείτο Μπάντι Ανχερί, σύμφωνα με τα γραφικά επί της σαρκοφάγου, συνέχισε ο Καράρ.

Για περισσότερες πληροφορίες, κάντε κλκ εδώ.

Πηγές: EEF/Reuters/ΔΟΛ

Σκάνδαλα και δολοπλοκίες στη Φαραωνική αυλή!


Συλλογή φόρου από οικονομικούς επιθεωρητές της Αβύδου, αρκετοί από τους οποίους κατηγορήθηκαν για οικονομικές ατασθαλίες σύμφωνα με τις πηγές της εποχής. Λεπτομέρεια παράστασης από τον τάφο του Ρεκχμίρε, διοικητού των Θηβών στα μέσα της 18ης Δυναστείας (De Garis Davis 1943, pl. XXXIV)
Η εσωτερική συγκρότηση του αρχαίου Αιγυπτιακού κράτους βασιζόταν σε τρεις βασικούς παράγοντες: την οικονομία, τη θρησκεία και την πολιτική ιδεολογία. Οι παράγοντες αυτοί συνδέονταν και αλληλοσυμπληρώνονταν μέσα από ένα ευρύ και ποικιλότροπο πλέγμα ενεργειών και δράσεων. Ο Φαραώ θεωρείτο ως ο αντιπρόσωπος της θεϊκής παρουσίας επί γης και, συνάμα, ο θεμελιωτής και εγγυητής της ουράνιας και κοσμικής τάξης, έθους και αρμονίας (μάατ) (O’Connor και Silverman 1995∙ Assmann 1989 και 1990). Ταυτόχρονα, ήταν ο απόλυτος εκφραστής και διαχειριστής της παραγωγικής διαδικασίας και των οικονομικών συναλλαγών. Η γη της Αιγύπτου θεωρείτο ιδιοκτησία του, την οποία διένειμε προς καλλιέργεια και εκμετάλλευση στους φορείς της πολιτικής, διοικητικής και θρησκευτικής εξουσίας και το λαό (Kousoulis 2007∙ Kemp 2005, 232-60). Ωστόσο, η συχνά αλόγιστη παροχή οικονομικών προνομίων και εκτάσεων γης στα μεγάλα θρησκευτικά κέντρα οδήγησε στη σταδιακή μεγιστοποίηση της δύναμης του ιερατείου, το οποίο σε περιόδους πολιτικής αστάθειας και παρακμής της κεντρικής εξουσίας μετατράπηκε σε σημαίνοντα πολιτειακό παράγοντα. Όπως θα δούμε, οι περισσότερες περιπτώσεις οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς που έχουν καταγραφεί στις Αιγυπτιακές πηγές οφείλονταν στην αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να ελέγξει τις υπερβολικές φιλοδοξίες και οικονομικές ατασθαλίες των ανώτερων θρησκευτικών και διοικητικών αξιωματούχων.
Τα νομικά διατάγματα της εποχής, όπως για παράδειγμα το διάταγμα του Χορεμχέμπ (18η Δυναστεία, περ. 1323-1295 π.Χ.) (Kruchten 1981) ή του Σέθου Α΄ (περ. 1294-1279 π.Χ.) (Griffith 1927, 193-206∙ Gardiner 1952, 24-33∙ Edgerton 1947, 219-30), επιλαμβάνονταν συγκεκριμένων υποθέσεων διαφθοράς στρατιωτικών και διοικητικών αξιωματούχων, οι οποίοι επεδίωκαν τον προσωπικό τους πλουτισμό σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού ή του κράτους. Από τα πιο συνηθισμένα οικονομικά εγκλήματα ήταν η παράνομη παρακράτηση φορολογίας από διοικητικούς ή στρατιωτικούς αξιωματούχους που είχαν επιφορτιστεί με τη συλλογή των φόρων. Το φαινόμενο αυτό μαρτυρείται ήδη από το Αρχαίο Βασίλειο: σε μία χαρακτηριστική τοιχογραφία από τον τάφο του βεζίρη Χεντικά (6η Δυναστεία, περ. 2450 π.Χ.), απεικονίζεται η παραδειγματική τιμωρία πέντε επαρχιακών ηγεμόνων, που κατηγορούνταν για φορολογική διαφθορά. Το φαινόμενο ήταν ιδιαίτερα έντονο σε περιόδους κοινωνικής αστάθειας και παρακμής της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, όπως κατά τη διάρκεια των λεγόμενων Μεταβατικών ή Ενδιαμέσων Περιόδων της Αιγυπτιακής ιστορίας, ή προς το τέλος του Νέου Βασιλείου και εξής (Mysliwiec 2000).
Από τα σχετικά διατάγματα πληροφορούμαστε, επίσης, για τις συλήσεις τάφων και ναών που έλαβαν χώρα κατά το 16ο και 17ο έτος της βασιλείας του Ραμσή Θ΄ (περ. 1124-1123 π.Χ.) και κατά το 19ο έτος της βασιλείας του Ραμσή ΙΑ΄ (περ. 1084 π.Χ.) (Peet 1930∙ Vernus 2003, 1-49). Κατηγορούμενοι δεν ήταν μόνο ιδιώτες χαμηλής οικονομικής και κοινωνικής τάξης, αλλά και ανώτεροι ιερείς και διοικητικοί αξιωματούχοι. Οι ανακριτικές έρευνες που διεξήγε ο Ραμσής Θ΄ κατέδειξαν τον τοπικό διοικητή των Δυτικών Θηβών, Παουερά, ως τον εγκέφαλο για τις συλήσεις και κλοπές σε πολλούς από τους βασιλικούς τάφους και νεκρικούς ναούς στην Κοιλάδα των Βασιλέων (Θήβες, Νότια Αίγυπτος). Ακόμα και ο ίδιος ο προϊστάμενος των εργατών, Πενέμπ, κατηγορήθηκε για δωροδοκία, τρομοκρατία, βαρβαρότητα, υπεξαίρεση βασιλικής περιουσίας, καθώς και για φυσική αυτουργία σε πολλές από τις συλήσεις τάφων. Ο κατάλογος με τα κλοπιμαία περιελάμβανε αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό και ασήμι, αλλά και από υποδεέστερα υλικά, όπως γυαλί, ξύλο και χαλκό, υφάσματα και αρώματα. Τα τελευταία προτιμούνταν μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου η ταφή ήταν πρόσφατη και διατηρούσαν ακόμα τις αρωματικές τους ιδιότητες. Αρκετά από τα κλοπιμαία μεταπουλήθηκαν ή ανακυκλώθηκαν για την κατασκευή και πώληση νέων αγαθών.
Σε μία άλλη περίπτωση διαφθοράς, ένας αρχιερέας ονόματι Πενανούκις στο ναό του θεού Χνουμ στην Ελεφαντίνη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ραμσή Δ΄ (περ. 1154-1148 π.Χ.) κατηγορήθηκε για ληστεία και οικειοποίηση των ιερών προσφορών και αφιερωμάτων (Vernus 2003, 95-107). Συγκεκριμένα, αποπειράθηκε να πουλήσει το ιερό ζωόμορφο άγαλμα του θεού, πράξη που συνιστούσε όχι μόνο βεβήλωση του ναού και ασέβεια προς τη θεία λατρεία και τον ίδιο τον πατρώο θεό της Ελεφαντίνης, αλλά και περιφρόνηση της μοναρχίας, αφού η τελευταία θεωρείτο η ενσάρκωση του θεϊκού στοιχείου επί γης. Παράλληλα κατηγορήθηκε για πράξεις βαρβαρότητα και σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών, καθώς και για παράνομη παρακράτηση και οικειοποίηση ιερών προσφορών και εκτάσεων γης που ανήκαν στην περιουσία του ναού. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες κατά του Πενανούκι υπαγορεύτηκαν από το συνάδελφό του, αρχιερέα Κακχεπές, στοιχείο που τονίζει ιδιαιτέρως το σκληρό ανταγωνισμό για τα οφίκια στα μεγάλα ιερατεία της Αιγύπτου.
Για την πάταξη της υπεξαίρεσης πολύτιμων αντικειμένων, προσφορών ή δωρεών από τους ναούς ο νόμος προέβλεπε σκληρές τιμωρίες:
  • «Όσο για τον αξιωματούχο, ιερέα, γραφέα ή επιθεωρητή τοπικού ναού ή οχυρού, ο οποίος σκοπεύει να υπεξαιρέσει χρυσό, χαλκό, ελεφαντόδοντο ή δωρεά ξένου ηγεμόνα προς το ναό, η τιμωρία θα είναι σκληρή, 100 χτυπήματα, και το πρόστιμο που θα κληθεί να πληρώσει ο παραβάτης θα είναι 80 φορές η αξία των κλοπιμαίων» (Gardiner 1952, 27).
Πολιτικο-οικονομικά ήταν, επίσης, τα κίνητρα της περίφημης συνωμοσίας κατά του Φαραώ Ραμσή Γ΄ (περ. 1186-1154 π.Χ.). Η συνωμοσία εξυφάνθηκε από τη βασίλισσα Τίυ με τη βοήθεια ανώτερων διοικητικών λειτουργών, στρατιωτικών αξιωματούχων, παλλακίδων, ενός ιερέα και ενός μάγου, και είχε ως στόχο τη δολοφονία του Ραμσή Γ΄ και την κατάληψη του θρόνου από τον γιο της βασίλισσας, Πενταουρέ (Vernus 2003, 108-20∙ Redford 2002). Το χρονικό της υπόθεσης και τα αποσπασματικά πρακτικά της δίκης, όπως τα αφηγείται ο ίδιος ο βασιλιάς, έχουν καταγραφεί στους παπύρους Lee (Βρετανικό Μουσείο), Rollin (Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού), Rifaud (Βρετανικό Μουσείο) και στο Δικανικό πάπυρο από το Μουσείο του Τορίνο (De Buck 1937, 152-64). Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα σε αυτούς, η βασίλισσα Τίυ κατάφερε να δωροδοκήσει και να εξασφαλίσει τη συνέργεια μεγάλου αριθμού αξιωματούχων της εσωτερικής διοίκησης του παλατιού, ενός στρατιωτικού ηγεμόνα, καθώς και αρκετών παλλακίδων του βασιλικού χαρεμιού. Το σχέδιο στόχευε στη δολοφονία του Φαραώ κατά τη διάρκεια του μεγάλου Εορτασμού της Κοιλάδας που λάμβανε χώρα στο νεκρικό ναό του Ραμσή Γ΄ στο Μεντινέτ Χαμπού (Δυτικές Θήβες, Νότια Αίγυπτος). Οι συνωμότες επιστράτευσαν κάθε μέσο, ακόμα μαγικά ειδώλια καταστροφής, στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν το βασιλιά (Ritner 2003, 192-202∙ Goedicke 1963, 71-92). Η συνωμοσία, ωστόσο, απέτυχε και οι εικοσιοκτώ συνωμότες μαζί με ένα αδιευκρίνιστο αριθμό παλλακίδων του βασιλικού χαρεμιού παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη. Επικεφαλής της δίκης ήταν δώδεκα ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι ωστόσο δε βγήκαν αλώβητοι από την όλη διαδικασία. Πέντε εξ’ αυτών κατηγορήθηκαν για δωροδοκία και παράνομη συνεύρεση με τις κατηγορούμενες παλλακίδες, με αποτέλεσμα να τιμωρηθούν μαζί με τους συνωμότες. Οι τιμωρίες ήταν βαριές: δεκαεπτά από τους συνωμότες εκτελέστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι συμπεριλαμβανομένου και του Πενταουρέ και των διεφθαρμένων δικαστών εξαναγκάστηκαν να αυτοκτονήσουν ή να υποστούν φυσικούς ακρωτηριασμούς και κοινωνική απομόνωση.
Η αναζήτηση των αιτιών γένεσης και εξάπλωσης τέτοιων φαινομένων οικονομικών ατασθαλιών και πολιτικών σκανδάλων στη Φαραωνική Αίγυπτο είναι ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, που ξεπερνάει το περιεκτικό πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Αυτό που θα μπορούσε να επισημανθεί εδώ είναι ότι, για τις περιπτώσεις τουλάχιστον των κλοπών και συλήσεων των βασιλικών τάφων ή των φορολογικών υπεξαιρέσεων, ο λόγος που οδήγησε πολλούς ανώτερους αξιωματούχους να συνεργήσουν ή να συγκαλύψουν τις παρανομίες αυτές θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία της πολιτικής εξουσίας και κεντρικής οικονομικής διοίκησης να αναδιανείμει τα οφειλόμενα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες σωστά και σε εύλογο χρονικό διάστημα, ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε ιδιαίτερα έντονο σε περιόδους ισχνών μοναρχών και εξασθένησης της Φαραωνικής εξουσίας. Σε αυτήν την αιτιολογία θα πρέπει να προστεθεί και η αλλαγή που συντελέστηκε στις ηθικές αξίες της Αιγυπτιακής κοινωνίας προς το τέλος του Νέου Βασιλείου, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας εξασφάλισης των – εκτός συνόρων κυρίως – κεκτημένων της και της ηγεμονίας της.

Αναφορές:
Assmann, J. (1989), "State and religion in the New Kingdom", στο W.K. Simpson (επιμ.), Religion and Philosophy in Ancient Egypt, New Heaven, 55-88.
Assmann, J. (1990), Maat. Gerechtigkeit und Unsterblichkeit im alten Ägypten, Munich.
De Garis Davies, N. (1943), The Tomb of Rekh-mi-rè at Thebes, New York.
De Buck, A. (1937), "The Judicial Papyrus of Turin", Journal of Egyptian Archaeology 23, 152-64.
Edgerton, W.F. (1947), "The Nauri Decree of Seti I. A translation and analysis of the legal procedures", Journal of Near Eastern Studies 6, 219-30.
Gardiner, A.H. (1952), "Some reflections on the Nauri Decree", Journal of Egyptian Archaeology 38, 24-33.
Goedicke, H. (1963), "Was magic used in the harem conspiracy against Ramses III? (P. Rollin and P. Lee)", Journal of Egyptian Archaeology 49, 71-92.
Griffith, F.Ll. (1927), "The Abydos Decree of Seti I at Nauri", Journal of Egyptian Archaeology 13, 193-206.
Kemp, B. (2005), Ancient Egypt. Anatomy of a Civilisation, London.
Kousoulis, P. (2007), "Economy (Egypt)", "Laws and legal codes (Egypt)", στο P. Bogucki et al. (επιμ.) Encyclopedia of Society and Culture in the Ancient World, New York.
Kruchten, J.-M. (1981), Le Décret d’Horemheb, Brussels.
Mysliwiec, K. (2000), The Twilight of Ancient Egypt. First Milennium B.C.E., μτφρ. D. Lorton, Ithaca.
O’Connor, D. και D.P. Silverman (επιμ.) (1995), Ancient Egyptian Kingship, Leiden.
Peet, T.E. (1930), The Great Tomb-Robberies of the Twentieth Egyptian Dynasty, 2 τ., Oxford.
Redford, S. (2002), The Harem Conspiracy. The Murder of Ramesses III, Illinois.
Ritner, R.K. (1993), The Mechanics of the Ancient Egyptian Magical Practices, Chicago.
Vernus, P. (2003), Affairs and Scandals in Ancient Egypt, μετφρ. D. Lorton, Ithaca.

Wednesday 4 February 2009

ΝΕΚΡΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - Περί Αιγυπτιακού Άδη...


Περιήγηση της ηλιακής λέμβου (μεσαίο διάζωμα) στο Ντουατ κατά την 12η ώρα της νύχτας. Λεπτομέρεια από το Αμ-ντουάτ ("εκείνο που υπάρχει στο Επέκεινα"), ένα από τα επονομαζόμενα Βιβλία του Άδη, εικονγραφικές συνθέσεις που κοσμούσαν τους βασιλικούς τάφους του Νέου Βασιλείου στις (Θήβες)

Το Ντουάτ ή Ντατ αντιπροσωπεύει μόνο εν μέρει την έννοια του Κάτω Κόσμου ή Άδη, όπως αυτή απαντάται στην Αρχαία Ελληνική νεκρική φιλοσοφία. Δηλαδή, ένας τόπος κάτω από τη γη, στον οποίον καταλήγουν οι ανθρώπινες υπάρξεις μετά το θάνατό τους. Η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει λυκαυγές (από το ρήμα ντουά "ανατολή, ανατέλλω"), υποδηλώνοντας τη χρονική εκείνη στιγμή λίγο πριν το τέλος της νύχτας και την ανατολή του ήλιου (Barta 1981, 95-6). Δεν συνιστούσε συγκεκριμένο locus με γεωγραφικά σύνορα και καθορισμένη θέση στο Αιγυπτιακό σύμπαν, αλλά μάλλον ένα μυθογραφικό περιβάλλον, στο οποίο ο νεκρός είχε τη δυνατότητα ανυπέρβλητης προσωπικής εξέλιξης και μεταμόρφωσης. Εντοπιζόταν τόσο κάτω από τη γη, οπότε και καλείτο «χαμηλό» ή «υπόγειο» Ντουάτ (Hornung 1975, 994-5), όσο και στον έναστρο ουρανό πάνω από αυτήν, οπότε και ταυτιζόταν με τη θεότητα του ουρανού, Νουτ (Lesko 1991, 118-9). Αν θεωρήσουμε τη Νουτ ως τη συμβολική απεικόνιση του ουρανού, το άλικο, μεταβατικό χωρόχρονο μέσα στο σώμα της Νουτ ήταν το Ντουάτ (Neugebauer και Parker 1969, εικ. 45 και 49. Allen 1988, 2-3, 75 και 77). Έτσι, στα Πυραμιδικά Κείμενα, το αρχαιότερο corpus θρησκευτικών κειμένων στον κόσμο, η λέξη Ντατ συνοδεύεται συχνά από το ταξόγραμμα ενός αστεριού μέσα σε κύκλο, υποδηλώνοντας έτσι την πολύ στενή σχέση του Άλλου Κόσμου με τα ουράνια σώματα και τα αστέρια (Sethe 1908-1910, στίχοι 802c, 1717a, 953a).
Το Ντουάτ συνιστούσε περισσότερο έναν άλλο, εσώτερο κόσμο μεταξύ νύχτας και ημέρας, σκότους και φωτός, όπου το σκοτάδι έδινε σταδιακά τη θέση του στον ήλιο και το θεϊκό φως, και όπου οι ανθρώπινες και θεϊκές υπάρξεις αποποιούνταν τις υλικές μορφοποιήσεις τους και μεταπλάθονταν σε δοξασμένα πνεύματα (σακχ), προτού αποκτήσουν εκ νέου τις υλικές μορφές τους με την ανατολή της καινούργιας ημέρας (Piankoff 1954, 428 και εικ. 130). Η αέναη αναγέννηση και μετάπλαση του νεκρού συντελείτο μέσα από το μακρύ και δύσκολο ταξίδι στις άγνωστες και επικίνδυνες περιοχές του Ντουάτ. Η γνώση των ονομάτων των πυλών, φρουρών και κατοίκων των περιοχών αυτών ήταν ζωτικής σημασίας για την ασφαλή διέλευσή του νεκρού και την καθημερινή επαναγέννησή του.
Η πύλη εισόδου στο Ντουάτ βρισκόταν στο δυτικό άκρο του ορίζοντα (άκχετ) και ονομαζόταν Ροστώ. Σύμφωνα με τη Βίβλο των Νεκρών, corpus νεκρικών κειμένων του Νέου Βασιλείου, ο νεκρός αφού διάβαινε την πύλη εισόδου στο Ροστώ, εισχωρούσε σε ένα μυστικό χώρο (αμενέτ) κρυμμένο από τον κόσμο των ζωντανών, όπου κυριαρχούσε το απόλυτο σκοτάδι (κέκου) και η άκρατη σιωπή (αγκερέτ). Εξαιτίας των ιδιοτήτων του αυτών, το Ντουάτ απαντάται στις πηγές και ως Αμενέτ και Αγκερέτ (Ζandee 1960, 88-94). Οι όροι αυτοί περιέγραφαν δύο εν δυνάμει κομβικά σημεία εξαφάνισης της ύπαρξης κατά τη χρονική στιγμή του θανάτου, αλλά και ταυτόχρονης μετάπλασής της (σύμφωνα με τον Πλούταρχο, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 29/7, ο Αμενέτ, ελλ. Αμένθης, σήμαινε "αυτόν που δίνει και παίρνει"). Η σιωπή υπογράμμιζε την ακριβή στιγμή του θανάτου και το τέλος της ζωντανής καταστασιακής συνείδησης του όντος. Το σκότος υποδήλωνε το μυστικό και απροσπέλαστο μεταθανάτιο περιβάλλον (γι' αυτό και οι κάτοικοι του Άλλου Κόσμου-θεοί, δαίμονες, νεκροί-χαρακτηρίζονταν "κρυμμένοι" ή "μυστικοί". Οι σχετικές αναφορές στα νεκρικά κείμενα είναι πολλές, βλ. ενδεικτικά Sethe 1908-1910, στίχους 134, 656cd, 747, 873, 1953, 1955, 1641. Faulkner, 1973-1978, 147 κ.ε.), και ταυτιζόταν συμβολικά με το σκοτεινό εσωτερικό του τάφου. Η λέξη Αμενέτ σήμαινε, επίσης, τη «δύση», το δυτικό σημείο του ορίζοντα. Η σημασιολογική ταύτιση Δύσης και Ντουάτ αποτελεί κεντρικό συμβολικό σημείο αναφοράς στην αιγυπτιακή νεκρική φιλοσοφία, η οποία αποτυπώνεται και αντανακλάται σε όλες τις εκφάνσεις του Αιγυπτιακού πολιτισμού (τέχνη, αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, πολιτική, θρησκεία, κοινωνία).
Δεν ήταν, ωστόσο, κάθε περιοχή του Ντουάτ κρυμμένη στο σκοτάδι και την ανυπαρξία. Αντιθέτως, στην πορεία του ταξιδιού του στο μεταθανάτιο περιβάλλον ο νεκρός συναντούσε τόπους απέραντης ομορφιάς και σαγήνης αλλά και ανείπωτου τρόμου. Tο Ντούατ διαιρείτο σε τρία μέρη: στη σφαίρα του φωτός, όπου οι δικαιωμένοι νεκροί ζούσαν αρμονικά με τους χθόνιους θεούς, στη σφαίρα του απόλυτου σκότους, όπου οι καταδικασμένοι υπέφεραν βασανιστήρια και ανείπωτες τιμωρίες, και μία τρίτη σφαίρα, στην οποία το κακό που απειλούσε τη μεταθανάτια ύπαρξη ανθρώπινων και θεϊκών όντων του Επέκεινα φυλακιζόταν και εξοντωνόταν από τους φρουρούς των πυλών.
Στην πρώτη σφαίρα εντάσσονταν ο Τόπος των Καλαμώνων (σέκχετ ιάρου) και Τόπος των Προσφορών (σέκχετ χετέπου) (Leclant 1975, 1156-60. Lesko 1971-1972, 89-101). Στα Πυραμιδικά Κείμενα οι δύο αυτοί τόποι θεωρούνταν χώροι εξιλέωσης και εξαγνισμού, ταυτιζόμενοι εν μέρει με την αντίληψη για τον Παράδεισο της Χριστιανικής θρησκείας. Στη Βίβλο των Νεκρών περιγράφονται ως ουράνιες πολιτείες και πύλες ανάδυσης του Ρα και των ευεργετημένων από την θεϊκή παρουσία του νεκρών στον ουρανό (Faulkner 1985, επωδές 109, 110, 149). Βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο τους ήταν το νερό. Στη σχετική βινιέτα (εικονγραφική σύνθεση) που συνοδεύει την επωδή 110 της Βίβλου των Νεκρών, ο νεκρός συνοδευόμενος από τη γυναίκα του διασχίζει με μία λέμβο τα κανάλια και τις λίμνες των πολιτειών αυτών, ενδεδυμένος με ωραία ρούχα και εκτελώντας διάφορες οικογενειακές και αγροτικές δραστηριότητες, ωσάν να βρισκόταν εν ζωή.
Στη δεύτερη σφαίρα κατατάσσονταν όλοι εκείνοι οι τρομεροί τόποι τιμωρίας και ολοκληρωτικής καταστροφής των αμαρτωλών νεκρών (μουτ) που εποφθαλμιούσαν την ουράνια και κοσμική τάξη (μάατ) (Hornung 1956). Οι μουτ ήταν οι αντιπρόσωποι του χάους και του «κακού» (ίσφετ), τη μη-ύπαρξης, που επιβουλεύονταν τη σωτηρία και μεταθανάτια επιβίωση και ανάνηψη θεών και ευλογημένων νεκρών (Assmann 1990). Η τιμωρία τους λάμβανε χώρα σε περιοχές όπου κυριαρχούσε το σκότος, για αυτό και όσοι κατέληγαν εκεί έχαναν το φως και την ακοή τους. Δε μπορούσαν να επικοινωνήσουν με το θεό ήλιο Ρα, ούτε να παραλάβουν τις προσφορές από τους ζώντες συγγενείς τους. Ήταν καταδικασμένοι στην ακινησία και την ανυπαρξία με αποτέλεσμα να οδηγούνται στο δεύτερο και οριστικό θάνατο. Στους χώρους τιμωρίας και βασανισμού οι μουτ συνυπήρχαν μαζί με τους δαίμονες-τιμωρούς του Άλλου Κόσμου, οι οποίοι θεωρούνταν αντιπρόσωποι των θεών για την επιβολή της τάξης και τιμωρίας των αμαρτωλών (Kousoulis 2009). Θεοί και δαιμονικές οντότητες, νεκρές υπάρξεις και αγαθοδαίμονες συνυπήρχαν και συλλειτουργούσαν στο ίδιο μυθογραφικό, μεταθανάτιο περιβάλλον.




Αναφορές:
Allen, J.P.(1989), "The cosmology of the Pyramid Texts", στο W.K. Simpson (ed.), Religion and Philosophy in Ancient Egypt, New Heaven, 1-27.
Assmann, J. (1990), Maat. Gerechtigkeit und Unsterblichkeit im alten Aegypten, Munich.
Barta, W. (1981), Die bedeutung der pyramidentexte für den verstorbenen könig, München.
Faulkner, R.O. (1973-1978), The Ancient Egyptian Coffin Texts. 3 τ., Warminster.
Faulkner, R.O. (1985; reprint of 1972), The Ancient Egyptian Book of the Dead, London.
Hornung, E. (1975), "Dat", στο Lexikon der Ägyptologie I, cols. 994-5.
Hornung, E. (1856), "Chaotische Bereiche in der geordneten Welt", στο ZÄS 81, 28-32.
Kousoulis, P. (2009), Ancient Egyptian Demonology. Studies on the Boundaries between the Demonic and the Divine in Egyptian Magic, Leuven.
Leclant, J. (1975), "Earu-Gefilde", στο Lexikon der Ägyptologie I (1975), 1156-60.
Lesko, L.H. (1971-1972), "The field of hetep in Egyptian Coffin Texts", στο Journal of American Research Center in Egypt 9, 89-101.
Lesko, L.H. (1991), "Ancient Egyptian cosmogonies and cosmology", στο Β.Ε. Shafer, Religion in Ancient Egypt, London, 88-122.
Neugebauer, O. και R. Parker (1969), Egyptian Astronomical Texts. III. Decans, Planets, Constellations and Zodiacs, Providence.
Piankoff, A. (1954), The Tomb of Ramesses VI, New York.
Sethe, K. (1908-1910), Die Altaegyptischen Pyramidentexte, 2 τ., Leipzig.
Zandee, J. (1960), Death as an Enemy according to Ancient Egyptian Conceptions, Leiden.

Tuesday 3 February 2009

Η ζωή μίας ιέρειας στις Θήβες

Μία πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση ανοίγει τις πόρτες της στο κοινό στις 10 Φεβρουαρίου 2009 στο Μουσείο του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Η έκθεση παρουσιάζει τη ζωή της Νεσεράμουν, ιέρειας-αοιδούς στο ιερατείο του Άμμωνα, που έζησε στις Θήβες στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. Έχοντας ως κεντρικό σημείο αναφοράς τη σαρκοφάγο που περιέχει το λείψανο της Νεσεράμουν, η έκθεση παρουσιάζει ανάγλυφα τη δράση και τα καθήκοντα μίας ιέρειας στην ιερή μητρόπολη των Θηβών, όπως επίσης και σημαντικές πτυχές της κοινωνικής της ζωής εκτός ναού. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 6 Δεκεμβρίου 2009 και συνοδεύεται από έναν πολύ όμορφο κατάλογο με την επιμέλεια των Emily Teeter και Janet Johnson.
Για περισσότερες πληροφορίες, κάντε κλικ εδώ (έκθεση) και εδώ (κατάλογος έκθεσης).