Thursday 11 March 2010

Ο χρωματοτρίπτης των Κυνών*

Τα πρωτόγλυφα που έχουν καταγραφεί στη βασιλική τελετουργική τέχνη— χρωματοτρίπτες, ελαφαντοστέινες λαβές τελετουργικών μαχαιριών και θριαμβικών ροπάλων, βασιλικά σκήπτρα—του τέλους της 4ης και των αρχών της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Δυναστείες 0-2) εμφανίζουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν την ιερογλυφική γραφή σε όλες τις περιόδους ανάπτυξής της: α. γραφήματα που συνδυάζουν φωνηματικά και σημασιογραφικά στοιχεία δημιουργώντας λέξεις με συγκεκριμένη σημασία και όχι γενικευμένο νόημα, όπως ήταν οι περιπτώσεις με τα σύμβολα και τα γραμμικά σχέδια στα αγγεία της Προδυναστικής κεραμικής· β. διάδραση λέξεων και εικόνων—γένεση της αρχής σύζευξης γραφής-τέχνης στην Αιγυπτιακή εικονογραφία· γ. υιοθέτηση της επικοινωνιακής δύναμης της πρωτο-γραφής από την πολιτική εξουσία και την άρχουσα τάξη. Τα ίδια τα μνημεία καταδεικνύουν μια στρατευμένη καλλιτεχνική παραγωγή μέσω της χρήσης συγκεκριμένων καλλιτεχνικών συμβάσεων: α. απόδοση της μορφής του τροπαιοφόρου βασιλιά σε μεγαλύτερη κλίμακα από τις συνοδευτικές μορφές, και ενδεδυμένου με όλα τα σύμβολα της εξουσίας (στέμμα, τελετουργικό ένδυμα και τεχνητό γένι, σκήπτρο)· β. παράλληλη καταδίκη των αντιπάλων—εχθρών της νέας πολιτική κατάστασης που αρχίζει να παγιώνεται στο υπό διαμόρφωση ενοποιημένο βασίλειο και, κατ’ επέκταση, της κοσμικής τάξης που αυτό εκπροσωπούσε—, οι οποίοι απεικονίζονται γυμνοί, σε μικρότερη κλίμακα και σε στάση υποταγής ενώπιον του Αιγυπτίου μονάρχη.

Μέσα σε αυτό το εκλεπτυσμένο σύστημα απεικόνισης της δύναμης και του κυρίαρχου ρόλου του Φαραώ τα πρωτόγλυφα μετέρχονται, όχι για να περιγράψουν τα τεκταινόμενα στις παραστάσεις αυτές, αλλά για να καταδείξουν τους πρωταγωνιστές τους—πρόσωπα ή πολιτικά κέντρα εξουσίας—επιβάλλοντας στη συνειδησιακή σφαίρα των Αιγυπτίων τη Φαραωνική μοναρχία ως τη μόνη και αδιαφιλονίκητη αρχή σε ένα ραγδαίως μεταβαλλόμενο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον, όπως αυτό της Αιγύπτου κατά την Πρωτοδυναστική περίοδο (Baines 1989, 476). Έτσι, ο συμβολισμός πρωτο-γραφής και συμβολικών εικονογραφικών παραδόσεων στα μνημεία αυτά μεταβάλλει μεταβάλει τις ιδιότητές τους, από χρηστικά εργαλεία καθημερινής χρήσης σε ισχυρά μέσα ιδεολογικού συμβολισμού και πολιτικής προπαγάνδας, χωρίς να αποκλείεται οι δύο αυτές χρήσεις να συμβαδίζουν ή ακόμα και να ενισχύουν η μία την άλλη.

Οι πρώτοι χρωματοτρίπτες εμφανίζονται στους προϊστορικούς οικισμούς Μερίμντα και ελ-Βαδάρι κατά τη διάρκεια του Νεολιθικού πολιτισμού Φαγιούμ Α΄, συνεχίζοντας την παράδοση των τετράγωνων λίθινων αντικειμένων από το Σουδάν και τη Νουβία (Kroeper 1996, 70). Η αρχική τους αποστολή ήταν καθαρά χρηστική: μίξη των χρωμάτων για τον καλλωπισμό και τη βαφή του προσώπου. Κατά την Προδυναστική περίοδο (Ναγκάντια Ι πολιτισμική φάση, περ. 3900-3650 π.Χ.) εμφανίζουν μια ποικιλία σχημάτων (ωοειδή, ρομβοειδή ή ζωόμορφα) και διακόσμησης (γραμμικά σχέδια, ζωόμορφες απεικονίσεις, κτλ.). Οι ζωόμορφες παλέτες θα αποτελέσουν τον πρόγονο των επονομαζόμενων τελετουργικών παλετών που θα κυριαρχήσουν σε όλο το δεύτερο μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ. και την Αρχαϊκή περίοδο (Asselberghs 1961· Davis 1992).

Φυσικά, δε φέρουν όλοι οι χρωματοτρίπτες στοιχεία πρωτο-γραφής. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει, αφενός μεν, σε μια ασφαλή διερεύνηση εξελικτικών σταδίων στον εννοιολογικό χαρακτήρα αυτών των μνημείων, αφετέρου δε, στην ιχνηλάτιση της γένεσης και ανάπτυξης του συλλαβογραφικού μηχανισμού (rebus) που αποτελεί το συνδετικό κρίκο εκονογραμμάτων και λογογραμμάτων στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της ιερογλυφικής γραφής (Κουσούλης 2010). Έτσι, η εικονογραφική σύνθεση στην πρόσθια πλευρά του χρωματοτρίπτη των τεσσάρων κυνών από την Ιεράκων Πόλη (Οξφόρδη, Ash. E.3924· Petrie 1953, 13, no. 46 & pl. F· Davis 1989, 141-46 & 1992, 75-92· Morenz 2004, 178-82), που αναπαριστά μια τσακαλοκέφαλη ανθρώπινη μορφή να παίζει φλάουτο ανάμεσα σε ένα σύνολο από άγρια και εξημερωμένα ζώα, μπορεί να εκληφθεί όχι μόνο ως μια απλή απεικόνιση της πλούσιας Αιγυπτιακή πανίδας, αλλά ως μια συμβολική, μη-γλωσσική λιτανεία εξύμνησης της υπό διαμόρφωση Φαραωνικής μοναρχίας, όπου συγκεκριμένα εικονογράμματα ερμηνεύονται ως οι πρώτες προσπάθειες χρήσης της συλλαβογραφικής αρχής (rebus).

Η παλέτα των κοινών έχει ύψος 42 εκ. και είναι κατασκευασμένη από σχιστόλιθο. Η ονομασία της προέρχεται από τις μορφές των τεσσάρων σκύλων, δύο σε κάθε πλευρά, που διαμορφώνουν το περίγραμμά της (για το συμβολικό ρόλο του κυνός στην προϊστορική και αρχαϊκή τέχνη, βλ. Baines 1993). Ήταν ανάμεσα στα αναθηματικά αντικείμενα που ανακαλύφθηκαν στον κεντρικό ναό της Ιεράκων Πόλης και πρέπει να προηγείται της πολιτικής ενοποίησης της Αιγύπτου, όπως αυτή προβάλλεται στη διακόσμηση του θριαμβικού σκήπτρου του βασιλικά ΣΚΟΡΠΙΟΥ Β΄ και του χρωματοτρίπτη του Ναρ-μέχερ (Δυναστεία 0). Εκτός από την υβριδική ανθρωπόμορφη μορφή στο κάτω δεξιό μέρος της παλέτας, η διακόσμηση περιλαμβάνει, από πάνω προς τα κάτω, πέντε ζεύγη άγριων ζώων—λιοντάρι με γαζέλα (δις), οφιοειδής πάνθηρας (η μορφή του οφιοειδούς πάνθηρα προέρχεται από τη Σουμεριακή παράδοση, αλλά ενσωματώθηκε στην Αιγυπτιακή εικονογραφία πολύ νωρίς) με αντιλόπη, λεοπάρδαλη με τράγο, γρύπας με αντιλόπη—, μια ύαινα, έναν ταύρο, μια καμηλοπάρδαλη και μια ίβιδα (για την ταυτοποίηση των ζώων, βλ. Osborn & Osbornova 1998, 2-3). Κάθε ένα από τα πέντε ζεύγη ζώων συμβολίζει τη δύναμη και κυριαρχία του ισχυρού (λιοντάρι, πάνθηρας, λεοπάρδαλη, γρύπας) έναντι του ασθενούς (γαζέλα, αντιλόπη, τράγος), ιδιότητες που ενισχύονται από τις κινήσεις τους στο χώρο: τα ισχυρά ζώα κινούνται από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ τα ασθενή κατά την αντίθετη κατεύθυνση (Ennnbach 1996· Weigl 2001), με εξαίρεση το λιοντάρι στην άνω, δεξιά γωνία της παλέτας και τους δύο σκύλους στο μέσο. Οι αντίθετες κινήσεις των τριών τελευταίων ζώων δε μεταβάλλουν το χωρικό συμβολισμό της σύνθεσης, αλλά γίνονται για λόγους συμμετρίας (λιοντάρι) ή κάλυψης (σκύλοι) του κενού χώρου που θα δημιουργείτο στο μέσο της παλέτας. Επιπλέον, οι δύο ανεξάρτητοι σκύλοι συνδέονται με τα αντίστοιχα ζεύγη των τεσσάρων σκύλων που περιβάλλουν την παλέτα.

Ο αυλητής στο κάτω αριστερό μέρος της παράστασης είναι η μόνη ανθρώπινη μορφή σε μια κατά άλλα ζωοκρατούμενη εικονογραφική σύνθεση και, μολονότι στέκεται κάπως στο περιθώριο αυτής, φαίνεται να συνδέεται εννοιολογικά με τα γειτονικά του ζώα, την καμηλοπάρδαλη και τον ταύρο, τα οποία και ολοκληρώνουν τη διακόσμηση. Έχει κεφάλι και ουρά τσακαλιού με τονισμένο φαλλό. Εάν ο ταύρος εκληφθεί ως το αλληγορικό alter ego της δύναμης και εξουσιαστικής φύσης του Φαραώ, σύμφωνα με το μεταγενέστερο βασιλικό τίτλο kA-nxt ‘δυνατός/ένδοξος ταύρος’ (ο συγκεκριμένος τίτλος θα αποτελέσει αναπόσπαστο συστατικό του βασιλικού ονόματος από τη 18η Δυναστεία κ.ε., ενώ εμφανίζεται στο βασιλικό πρωτόκολλο ήδη από το Παλαιό Βασίλειο) και η καμηλοπάρδαλη αποδοθεί με το φωνόγραμμα sr ‘αξιωματούχος/ηγεμόνας’ (Gardiner 1964, sign-list Ε27), αντιπροσωπεύοντας εδώ μία από τις πρώτες προσπάθειες εφαρμογής της συλλαβογραφικής αρχής, τότε ο αυλητής μπορεί να θεωρηθεί ως ο εν δυνάμει τρίτος πόλος σε αυτήν την συμβολική αποτύπωση της δύναμης του Αιγυπτίου ηγεμόνα μέσω της χρήσης εικονογραφικών, μεταφορικών σχημάτων. Αντιπροσωπεύει το βασιλιά-ιερουργό αυτής της μη-γλωσσικής τελετουργικής αφήγησης, ο οποίος μετέρχεται για να διευκολύνει τον ακροατή/θεατή στην κατανόηση των δρωμένων σε αυτήν (contra Davis 1992, 77), δηλαδή στην εξόντωση των συμβολικά αποδοσμένων ως ζώων εχθρικών χαοτικών δυνάμεων. Το όνομα του βασιλιά ενδεχομένως να δηλώνεται από το εικονόγραμμα της στρουθοκαμήλου, που βρίσκεται σε περίοπτη θέση πάνω από δύο οφιοειδείς πάνθηρες στην πίσω πλευρά της παλέτας. Ας μη ξεχνάμε, ότι εικονογραμματικά σύμβολα ζώων χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά στην Αρχαϊκή τέχνη για να ονοματίσουν συγκεκριμένους ηγεμόνες της Πρωτοδυναστικής και Αρχαϊκής Αιγύπτου, όπως λ.χ. ΣΚΟΡΠΙΟΣ, ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ, ΟΦΙΣ, ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΣ κτλ. Εντούτοις, μια ακριβής γενεαλογική καταγραφή των πρώιμων αυτών ηγεμόνων είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί, λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών (Morenz 2007, 23-5· 2004, 105-10· Κουσούλης 2010, κεφ. 2).

* [Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο μου, Αιγυπτιακή Αρχαιολογία: Αρχιτεκτονική, Τέχνη, Κοινωνία. τ. 1: Απαρχές έως και το τέλος του Νέου Βασιλείου, Αθήνα: εκδ. Παπαζήσης, 2010]

Αναφορές:Asselberghs, H. (1961), Chaos en Beheersing: documenten uit het aeneolithisch Egypte, Leiden. Baines, J. (1989), ‘Communication and display: the integration of early Egyptian art and writing’, Antiquity 63, 471-82.
Baines, J. (1993), ‘Symbolic roles of canine figure on early monuments’, ArcheoNil 3, 57-74.
Davis, W. (1989), The Canonical Tradition in Egyptian Art, Cambridge.
Davis, W. (1992), Masking the Blow. The Scene of Representation in Late Prehistoric Egyptian Art, Berkeley/Los Angeles/Oxford.
Ennenbach, W. (1996), ‘Über das Rechts und Links im Bilde’, Zeitschrift für Ästhetik und allgemeine Kunstwissenschaft 41, 5-57.
Gardiner, A. (1964), Egyptian Grammar, 3rd revised edition, Oxford.
Kroeper, K. (1996), ‘Minshat Abu Omar – Burials with palettes,’ στο J.Spencer (επιμ.), Aspects of Early Egypt, London, 70-92.
Κουσούλης, Π. (2010), Αιγυπτιακή Αρχαιολογία: Αρχιτεκτονική, Τέχνη, Κοινωνία. Τόμος 1: Απαρχές έως το τέλος του Νέου Βασιλείου, Αθήνα: εκδ. Παπαζήσης (σειρά: Αρχαίοι Πολιτισμοί).
Morenz, L. (2004), Bild-Buchstaben und symbolosche Zeichen, OBO 205, Göttingen.
Morenz, L. (2007), ‘The Early Dynastic Period in Egypt’, στο P.Kousoulis (επιμ.), Studies on the Ancient Egyptian Culture and Foreign Relations, Egyptological Series 1, Univesrsity of the Aegean, Rhodes, 3-31.
Osborn, D.J. & Osbornova, J. (1998), The Mammals of Ancient Egypt, Warminster.
Petrie, W.M.F. (1953), Ceremonial Slate Palettes, BSAE 66A, London.
Weigl, S. (2001), ‘Die Richtung des Bildes’, Zeitschrift für Kunstgeschichte 64, 449-74.

Thursday 4 March 2010

Ανακαλύφθηκε η τελευταία κατοικία της Βασίλισσας Μπεχνού (6η Δυναστεία)

Η βασίλισσα Μπεχνού
Γάλλοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν το νεκρικό θάλαμο της βασίλισσα Μπεχνού, συζύγου του Πέπι Α’ ή Πέπι Β΄, Φαραώ της 6ης Δυναστείας. Ο νεκρικός θάλαμος ήρθε στο φως ενώ οι αρχαιολόγοι καθάριζαν την άμμο περιμετρικά της πυραμίδας της βασίλισσας που βρίσκεται στο el-Shawaf στη Νότια πλευρά της Σακκάρα και δυτικά από την πυραμίδα του Πέπι Α΄. Όπως αναφέρει ο επικεφαλής της αποστολής, Δρ. Philippe Collombert, οι έρευνες οδήγησαν στο εσωτερικό του θαλάμου, όπου βρέθηκε η γρανιτένια σαρακοφάγος της βασίλισσας σε καλή κατάσταση με εγχάρακτους τους τίτλους και το όνομά της στην εξωτερική επιφάνεια του μνημείου. Καμιά αναφορά δε γίνεται στην ταυτότητα του συζύγου της και έτσι το μυστήριο παραμένει.
Για περισσότερες πληροφορίες, κάντε κλικ εδώ (επίσημη ιστοσελίδα της Γαλλικής αποστολής στη Σακκάρα, όπου μπορείτε να βρείτε και το χρονικό των προηγούμενων ανασκαφών), εδώ (Independent) και εδώ (www.heritage-key.com).

Πηγές:
EEF, Ηeritage-key, Independent

Monday 1 March 2010

Κολοσσιαία κεφαλή αγάλματος του Αμενχοτέπ Γ΄ ανακαλύφθηκε στο Λούξορ!

© AP Photo/Supreme Council of Antiqquities

Ευρωπαίοι και Αιγύπτιοι αρχαιολόγοι υπό τη διεύθυνση της Αρμένικης καταγωγής Αιγυπτιολόγου Ηourig Sourouzian έφεραν στο φως μια κολοσσιαία κεφαλή αγάλματος του Φαραώ της 18ης Δυναστείας, Αμενχοτέπ Γ΄ (περ. 1390-1353 π.Χ.). Το κεφάλι είναι από κόκκινο γρανίτη και έχει ύψος 2.5 μέτρα. Ανακαλύφθηκε στα χαλάσματα του νεκρικού ναού του Φαραώ στην νότια πλευρά του Λούξορ και συμπληρώνει τα υπόλοιπα κομμάτια του μνημείου (κορμός, τελετουργικό γένι, στήλη) που είχαν βρεθεί από την ίδια αρχαιολόγο μερικά χρόνια πριν. Ο Αμενχοτέπ Γ΄ ήταν παππούς του Τουταγχαμών και έζησε σε μια εποχή που η Αίγυπτος βρισκόταν στο απόγειο της ακμής της και η Αιγυπτιακή γλυπτική διακρινόταν για τις περίτεχνες αναλογίες της και τα έντονα χαρακτηριστικά. Όπως αναφέρει ο Zahi Hawass, Γενικός Γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου, "επρόκειται για ένα αριστούργημα της Αιγυπτιακής τέχνης με περίτεχνα χαρακτηριστικά".
Μπορείτε να διαβάσετε τις πρώτες αναφορές για την ανακάλυψη εδώ (Associated Press) και εδώ (France 24.com).
Πηγές: Associated Press.