Monday 16 February 2009

ΘΡΗΣΚΕΙΑ - Περί όφεων (I)


Η πρώτη αναφορά στο όνομα του Άποφι ('pp) από τον τάφο του Ανκχτίφι στη Μοάλλα, δυτικές Θήβες (© Π. Κουσούλης)
Κοινός παρανομαστής όλων των κοσμογονικών μύθων των αρχαίων Αιγυπτίων ήταν η ύπαρξη μίας χαοτικής άμορφης κατάστασης που προϋπήρχε της γένεσης του σύμπαντος και ονομαζόταν Νουν (Allen 1988, 88-122). Η κατάσταση αυτή συνδύαζε την πρωταρχική μάζα ύδατος (νουν) με το αρχέγονο σκότος (κέκου σεμάου) και αναγνωρίστηκε ως κυοφορούσα την πρωταρχική ύλη της δημιουργίας. Η ύλη εκδηλώθηκε με μορφή ενός μικρού λοφίσκου, του πρωταρχικού βουνού, πάνω στον οποίο στάθηκε ο δημιουργός θεός και πραγμάτωσε τη συμπαντική λάμψη, τάξη και αρμονία (μάατ). Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιώντας αρνητικούς όρους, περιέγραφαν την πρωταρχική χαοτική κατάσταση ως εκείνη της "μη-ύπαρξης", της αδράνειας, του σκότους και του αγνώστου, αντιπαραβάλλοντάς τη με τη ύπαρξη και τη δράση, το φως και τη γνώση του δημιουργημένου σύμπαντος κόσμου (Assmann 1990). Μετά τη δημιουργία, οι δυνάμεις του χάους (ίσφετ) συνέχιζαν να υπάρχουν, αποκομμένες έξω από τα σύνορα του σύμπαντος κόσμου, απειλώντας την ουράνια και πολιτική τάξη και ισορροπία του κόσμου και επιδιώκοντας να καταστρέψουν ό,τι δημιούργησε ο δημιουργός θεός.
Η πιο εύστοχη εικονογραφική απόδοση του διαχωρισμού τάξης και χάους αποτέλεσε η μορφή του ουροβόρου όφη ή, αλλιώς, του όφη "με την ουρά στο στόμα (του)" (σεντ-εμ-ρα) (Stricker 1953· Kákosy 1986), η πρώτη εικονογραφική αναπαράσταση του οποίου μαρτυρείται στο Αινιγματικό Βιβλίο του Άλλου Κόσμου (Hornung 1982, 162-5)—μνημειακή εικονογραφική σύνθεση που κοσμούσε τις αίθουσες των νεκρικών βασιλικών θαλάμων του Νέου Βασιλείου στην Κοιλάδα των Βασιλέων στις Θήβες—και, αργότερα, στην επιφάνεια των ανθρωπόμορφων σαρκοφάγων της 21ης Δυναστείας (Niwinski 1988), καθώς και σε μαγικές και ταφικές συνθέσεις της Ελληνορωμαϊκής Περιόδου (Goyon 1985, 124-7). Στις σχετικές αναφορές, ο ουροβόρος όφις περιέβαλε τη μορφή ενός λαγού που αποτελούσε το ιερογλυφικό εικονόγραμμα για τη λέξη ουέν "ύπαρξη, υπάρχω". Έτσι, κατέληξε να συμβολίζει τα σύνορα του σύμπαντος κόσμου, που εμπεριείχε τα δημιουργημένα όντα (θεούς και ανθρώπους) προστατεύοντάς τα από τις δυνάμεις της μη-ύπαρξης (ίσφετ), οι οποίες είχαν αποσυρθεί στις παρυφές του σύμπαντος, έξω από τα σύνορα της δημιουργίας. Παράλληλα αντιπροσώπευε την έννοιες της ατέρμονης γέννησης και το τέλος του γραμμικού χρόνου.
Η ταύτιση του ουροβόρου όφη με τον Άποφι γίνεται στον πάπυρο του Bremner Rhind, κείμενο της Ύστερης Περιόδου, όπου έχει καταγραφεί και η μόνη ολοκληρωμένη τελετουργία εξορκισμού και εξολόθρευσης του οφιοειδούς αυτού δαίμονα. Στο στίχο 32, δίνονται σαφείς οδηγίες στο μάγο/ιερουργό πώς να ζωγραφίσει έναν ουροβόρο όφι, να του δώσει το όνομα Άποφις και, εν συνεχεία, να το κάψει τελετουργικά (Faulkner 1933· Kousoulis 1999 και forthcoming [a]).
Η μοναδική αναφορά στην καταγωγή και γένεση του Άποφι εμφανίζεται στον Ελληνορωμαϊκό ναό της Ίσιδας στην Έσνα (νότια Αίγυπτος). Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Άποφις "γεννήθηκε" από την "πτύελο" της θεάς Νουτ μέσα στον πρωταρχικό ωκεανό του χάους, πριν από την έναρξη της δημιουργίας (Saunereon 1962, 265). Κατά συνέπεια, όχι μόνο προϋπήρξε της δημιουργίας, αλλά αποτέλεσε αναπόσπαστο αρχετυπικό συστατικό της χαοτικής κατάστασης προ δημιουργίας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι το όνομα και η ιδέα του οφιοειδούς αυτού δαίμονα ήταν άγνωστη στα νεκρικά και θρησκευτικά κείμενα του Αρχαίου Βασιλείου. Η πρώτη αναφορά στον Άποφι με το όνομά του απαντάται στον τάφο του Ανκτίφι, τοπικού άρχοντα στη Μοάλλα (δυτικές Θήβες), και χρονολογείται προς το τέλος της Πρώτης Ενδιαμέσου Περιόδου (περ. 2100 π.Χ.· Vandier 1950, 220-4). Δεν είναι τυχαίο ότι η καθυστερημένη αυτή είσοδος του Άποφι στην Αιγυπτιακή κοσμοθεωρία συμπίπτει με την κατάρρευση του Αρχαίου Βασιλείου, όταν το χάος και η κοινωνική αναρχία κατάφεραν να πλήξουν την φαινομενικά εδραιωμένη εμπιστοσύνη στην πολιτική τάξη της πυραμιδικής εποχής, εδραιώνοντας την πεποίθηση στην ύπαρξη ενός πανίσχυρου, κρυφού εχθρού του ηλιακού θεού και δημιουργού, Ρα, που απειλούσε διαρκώς την κοσμική ισορροπία (Hornung 1990, 103). Ο Άποφις πολύ γρήγορα οικειοποιήθηκε και συνένωσε στην πολυδιάστατη και πολύπλοκη φύση του όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των οφιοειδών δαιμόνων του Παλαιού Βασιλείου, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στα Κείμενα των Πυραμίδων να εξοντώνονται από τους αγαθοδαίμονες, όπως η γατόμορφη θεότητα Μάφντετ, και τους μακάριους νεκρούς (Kousoulis, forthcoming [b]).
Ο καταστροφικός ρόλος του Άποφι εντοπίζεται, inter alia, στην προσπάθεια του να εμποδίσει και, εν συνεχεία, να ακυρώσει την καθημερινή διαδικασία της δημιουργίας, που λάμβανε χώρα με την ανατολή του ήλιου και το νυχτερινό ταξίδι του ηλιακού θεού στο Επέκεινα (Assmann 1995, 49-57). Σύμφωνα με τις νεκρικές συνθέσεις, γνωστές και ως Βιβλία για το Επέκεινα, που στολίζουν τους τοίχους των βασιλικών τάφων στη Θηβαϊκή νεκρόπολη (Hornung 1999), ο Άποφις καραδοκούσε στα έγκατα του Ντουάτ και στόχευε στην παρεμπόδιση της διέλευσης της ηλιακής λέμβου. Η αναπόφευκτη σύγκρουση ελάμβανε χώρα κατά την έβδομη ώρα της νύχτας και κατέληγε στην αδρανοποίηση και προσωρινή εξόντωση του δαίμονα με τη βοήθεια των μαγικών επωδών της Ίσιδας και τη δύναμη των υπόλοιπων θεοτήτων που προστάτευαν το Ρα.
Αυτή η μυθολογική διαμάχη μεταξύ των δυνάμεων της τάξης (μάατ) και των δυνάμεων του χάους (ίσφετ) υλοποιούνταν στη δημόσια/ναϊκή ή ιδιωτική τελετουργία μέσω ειδικών μαγικών πρακτικών εξορκισμού του φιδιού. Η τελετή εξολοθρεύσεως του Άποφι λάμβανε χώρα καθημερινά σε όλους τους μεγάλους ναούς της αρχαίας Αιγύπτου, αλλά πιο εμφατικά σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους ή κατά τη διάρκεια των μεγάλων θρησκευτικών εορτών, καθώς επίσης και σε ιδιωτικά νεκρικά δρώμενα. Ο Φαραώ ή ο μάγος/ιερουργός ήταν αυτός που εξόρκιζε το δαίμονα με την αρρωγή της μαγείας (τεχνικές, όπως το "δέσιμο", "κάψιμο", ή "λόγχισμα" ομοιωμάτων του Άποφι από πηλό ή πάπυρο, αποτελούσαν τα πλέον αποτελεσματικά όπλα στη φαρέτρα του ιερουργού) και του θεϊκού λόγου (επωδές), περιφρουρώντας έτσι τη θεϊκή και κοσμική τάξη και ισσοροπία (Kousoulis 1999, 2003 και forthcoming [a]).

Αναφορές:
Allen, J.P. (1988), Genesis in Egypt. The Philosophy of Ancient Egyptian Creation Accounts, New Heaven.
Assmann, J. (1990), Maat. Gerechtigkeit und Unsterblichkeit im alten Ägypten, Munich.
Assmann, J. (1995), Egyptian Solar Religion in the New Kingdom, μετφρ. A. Alcock, London.
Faulkner, R.O. (1933), The Papyrus Bremner-Rhind (British Museum No. 10188), Brussels.
Goyon, J.-Cl. (1985), Les Dieux-Gardiens et la Genèse des Temples, 2 τ., Cairo.
Hornung, E. (1982), Conceptions of God in Ancient Egypt: the One and the Many, μετφρ. J. Baines, London.
Hornung, E. (1999), The Egyptian Books of the Afterlife, μετφρ. D. Lorton, Ithaca/London.
Kákosy, L (1986), "Uroboros", Lexikon der Ägyptologie VI, 886-93.
Kousoulis, P. (1999), Magic and Religion as Theological Performative Unity: The Apotropaic Ritual of Overthrowing Apophis, PhD dissertation, University of Liverpool.
Kousoulis, P. (2003), "The function of Heka as a mobilized force in a theological environment: the apotropaic ritual of overthrowing Apophis", στο Z. Hawass and A.M. Jones (eds.), Egyptology at the Dawn of the Twenty-First Century: Proceedings of the Eighth International Congress of Egyptologists, τ. 2, Cairo, 362-71.
Kousoulis, P., forthcoming [a], Apophis: a Study of his Nature and Ritual Execution, Leuven.
Kousoulis, P., forthcoming [b], "Cat vs. Snake: the semiotics of the conflict in myth and magic".
Niwinski, Α. (1988), 21st Dynasty Coffins from Thebes. Chronological and Typological Studies, Mainz am Rhein.
Sauneron, S. (1962), Les Fêtes Religieuses d’Esna aux Derniers Siècles du Paganisme, Esna V, Cairo.
Stricker, B.H. (1953), De Grote Zeeslang, Leiden.
Vandier, J. (1950), Mo’alla: La tombe d’ Ankhtifi et la Tomb de Sèbekhotep, Cairo.

No comments: