Monday 9 February 2009

Σκάνδαλα και δολοπλοκίες στη Φαραωνική αυλή!


Συλλογή φόρου από οικονομικούς επιθεωρητές της Αβύδου, αρκετοί από τους οποίους κατηγορήθηκαν για οικονομικές ατασθαλίες σύμφωνα με τις πηγές της εποχής. Λεπτομέρεια παράστασης από τον τάφο του Ρεκχμίρε, διοικητού των Θηβών στα μέσα της 18ης Δυναστείας (De Garis Davis 1943, pl. XXXIV)
Η εσωτερική συγκρότηση του αρχαίου Αιγυπτιακού κράτους βασιζόταν σε τρεις βασικούς παράγοντες: την οικονομία, τη θρησκεία και την πολιτική ιδεολογία. Οι παράγοντες αυτοί συνδέονταν και αλληλοσυμπληρώνονταν μέσα από ένα ευρύ και ποικιλότροπο πλέγμα ενεργειών και δράσεων. Ο Φαραώ θεωρείτο ως ο αντιπρόσωπος της θεϊκής παρουσίας επί γης και, συνάμα, ο θεμελιωτής και εγγυητής της ουράνιας και κοσμικής τάξης, έθους και αρμονίας (μάατ) (O’Connor και Silverman 1995∙ Assmann 1989 και 1990). Ταυτόχρονα, ήταν ο απόλυτος εκφραστής και διαχειριστής της παραγωγικής διαδικασίας και των οικονομικών συναλλαγών. Η γη της Αιγύπτου θεωρείτο ιδιοκτησία του, την οποία διένειμε προς καλλιέργεια και εκμετάλλευση στους φορείς της πολιτικής, διοικητικής και θρησκευτικής εξουσίας και το λαό (Kousoulis 2007∙ Kemp 2005, 232-60). Ωστόσο, η συχνά αλόγιστη παροχή οικονομικών προνομίων και εκτάσεων γης στα μεγάλα θρησκευτικά κέντρα οδήγησε στη σταδιακή μεγιστοποίηση της δύναμης του ιερατείου, το οποίο σε περιόδους πολιτικής αστάθειας και παρακμής της κεντρικής εξουσίας μετατράπηκε σε σημαίνοντα πολιτειακό παράγοντα. Όπως θα δούμε, οι περισσότερες περιπτώσεις οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς που έχουν καταγραφεί στις Αιγυπτιακές πηγές οφείλονταν στην αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να ελέγξει τις υπερβολικές φιλοδοξίες και οικονομικές ατασθαλίες των ανώτερων θρησκευτικών και διοικητικών αξιωματούχων.
Τα νομικά διατάγματα της εποχής, όπως για παράδειγμα το διάταγμα του Χορεμχέμπ (18η Δυναστεία, περ. 1323-1295 π.Χ.) (Kruchten 1981) ή του Σέθου Α΄ (περ. 1294-1279 π.Χ.) (Griffith 1927, 193-206∙ Gardiner 1952, 24-33∙ Edgerton 1947, 219-30), επιλαμβάνονταν συγκεκριμένων υποθέσεων διαφθοράς στρατιωτικών και διοικητικών αξιωματούχων, οι οποίοι επεδίωκαν τον προσωπικό τους πλουτισμό σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού ή του κράτους. Από τα πιο συνηθισμένα οικονομικά εγκλήματα ήταν η παράνομη παρακράτηση φορολογίας από διοικητικούς ή στρατιωτικούς αξιωματούχους που είχαν επιφορτιστεί με τη συλλογή των φόρων. Το φαινόμενο αυτό μαρτυρείται ήδη από το Αρχαίο Βασίλειο: σε μία χαρακτηριστική τοιχογραφία από τον τάφο του βεζίρη Χεντικά (6η Δυναστεία, περ. 2450 π.Χ.), απεικονίζεται η παραδειγματική τιμωρία πέντε επαρχιακών ηγεμόνων, που κατηγορούνταν για φορολογική διαφθορά. Το φαινόμενο ήταν ιδιαίτερα έντονο σε περιόδους κοινωνικής αστάθειας και παρακμής της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, όπως κατά τη διάρκεια των λεγόμενων Μεταβατικών ή Ενδιαμέσων Περιόδων της Αιγυπτιακής ιστορίας, ή προς το τέλος του Νέου Βασιλείου και εξής (Mysliwiec 2000).
Από τα σχετικά διατάγματα πληροφορούμαστε, επίσης, για τις συλήσεις τάφων και ναών που έλαβαν χώρα κατά το 16ο και 17ο έτος της βασιλείας του Ραμσή Θ΄ (περ. 1124-1123 π.Χ.) και κατά το 19ο έτος της βασιλείας του Ραμσή ΙΑ΄ (περ. 1084 π.Χ.) (Peet 1930∙ Vernus 2003, 1-49). Κατηγορούμενοι δεν ήταν μόνο ιδιώτες χαμηλής οικονομικής και κοινωνικής τάξης, αλλά και ανώτεροι ιερείς και διοικητικοί αξιωματούχοι. Οι ανακριτικές έρευνες που διεξήγε ο Ραμσής Θ΄ κατέδειξαν τον τοπικό διοικητή των Δυτικών Θηβών, Παουερά, ως τον εγκέφαλο για τις συλήσεις και κλοπές σε πολλούς από τους βασιλικούς τάφους και νεκρικούς ναούς στην Κοιλάδα των Βασιλέων (Θήβες, Νότια Αίγυπτος). Ακόμα και ο ίδιος ο προϊστάμενος των εργατών, Πενέμπ, κατηγορήθηκε για δωροδοκία, τρομοκρατία, βαρβαρότητα, υπεξαίρεση βασιλικής περιουσίας, καθώς και για φυσική αυτουργία σε πολλές από τις συλήσεις τάφων. Ο κατάλογος με τα κλοπιμαία περιελάμβανε αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό και ασήμι, αλλά και από υποδεέστερα υλικά, όπως γυαλί, ξύλο και χαλκό, υφάσματα και αρώματα. Τα τελευταία προτιμούνταν μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου η ταφή ήταν πρόσφατη και διατηρούσαν ακόμα τις αρωματικές τους ιδιότητες. Αρκετά από τα κλοπιμαία μεταπουλήθηκαν ή ανακυκλώθηκαν για την κατασκευή και πώληση νέων αγαθών.
Σε μία άλλη περίπτωση διαφθοράς, ένας αρχιερέας ονόματι Πενανούκις στο ναό του θεού Χνουμ στην Ελεφαντίνη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ραμσή Δ΄ (περ. 1154-1148 π.Χ.) κατηγορήθηκε για ληστεία και οικειοποίηση των ιερών προσφορών και αφιερωμάτων (Vernus 2003, 95-107). Συγκεκριμένα, αποπειράθηκε να πουλήσει το ιερό ζωόμορφο άγαλμα του θεού, πράξη που συνιστούσε όχι μόνο βεβήλωση του ναού και ασέβεια προς τη θεία λατρεία και τον ίδιο τον πατρώο θεό της Ελεφαντίνης, αλλά και περιφρόνηση της μοναρχίας, αφού η τελευταία θεωρείτο η ενσάρκωση του θεϊκού στοιχείου επί γης. Παράλληλα κατηγορήθηκε για πράξεις βαρβαρότητα και σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών, καθώς και για παράνομη παρακράτηση και οικειοποίηση ιερών προσφορών και εκτάσεων γης που ανήκαν στην περιουσία του ναού. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες κατά του Πενανούκι υπαγορεύτηκαν από το συνάδελφό του, αρχιερέα Κακχεπές, στοιχείο που τονίζει ιδιαιτέρως το σκληρό ανταγωνισμό για τα οφίκια στα μεγάλα ιερατεία της Αιγύπτου.
Για την πάταξη της υπεξαίρεσης πολύτιμων αντικειμένων, προσφορών ή δωρεών από τους ναούς ο νόμος προέβλεπε σκληρές τιμωρίες:
  • «Όσο για τον αξιωματούχο, ιερέα, γραφέα ή επιθεωρητή τοπικού ναού ή οχυρού, ο οποίος σκοπεύει να υπεξαιρέσει χρυσό, χαλκό, ελεφαντόδοντο ή δωρεά ξένου ηγεμόνα προς το ναό, η τιμωρία θα είναι σκληρή, 100 χτυπήματα, και το πρόστιμο που θα κληθεί να πληρώσει ο παραβάτης θα είναι 80 φορές η αξία των κλοπιμαίων» (Gardiner 1952, 27).
Πολιτικο-οικονομικά ήταν, επίσης, τα κίνητρα της περίφημης συνωμοσίας κατά του Φαραώ Ραμσή Γ΄ (περ. 1186-1154 π.Χ.). Η συνωμοσία εξυφάνθηκε από τη βασίλισσα Τίυ με τη βοήθεια ανώτερων διοικητικών λειτουργών, στρατιωτικών αξιωματούχων, παλλακίδων, ενός ιερέα και ενός μάγου, και είχε ως στόχο τη δολοφονία του Ραμσή Γ΄ και την κατάληψη του θρόνου από τον γιο της βασίλισσας, Πενταουρέ (Vernus 2003, 108-20∙ Redford 2002). Το χρονικό της υπόθεσης και τα αποσπασματικά πρακτικά της δίκης, όπως τα αφηγείται ο ίδιος ο βασιλιάς, έχουν καταγραφεί στους παπύρους Lee (Βρετανικό Μουσείο), Rollin (Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού), Rifaud (Βρετανικό Μουσείο) και στο Δικανικό πάπυρο από το Μουσείο του Τορίνο (De Buck 1937, 152-64). Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα σε αυτούς, η βασίλισσα Τίυ κατάφερε να δωροδοκήσει και να εξασφαλίσει τη συνέργεια μεγάλου αριθμού αξιωματούχων της εσωτερικής διοίκησης του παλατιού, ενός στρατιωτικού ηγεμόνα, καθώς και αρκετών παλλακίδων του βασιλικού χαρεμιού. Το σχέδιο στόχευε στη δολοφονία του Φαραώ κατά τη διάρκεια του μεγάλου Εορτασμού της Κοιλάδας που λάμβανε χώρα στο νεκρικό ναό του Ραμσή Γ΄ στο Μεντινέτ Χαμπού (Δυτικές Θήβες, Νότια Αίγυπτος). Οι συνωμότες επιστράτευσαν κάθε μέσο, ακόμα μαγικά ειδώλια καταστροφής, στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν το βασιλιά (Ritner 2003, 192-202∙ Goedicke 1963, 71-92). Η συνωμοσία, ωστόσο, απέτυχε και οι εικοσιοκτώ συνωμότες μαζί με ένα αδιευκρίνιστο αριθμό παλλακίδων του βασιλικού χαρεμιού παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη. Επικεφαλής της δίκης ήταν δώδεκα ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι ωστόσο δε βγήκαν αλώβητοι από την όλη διαδικασία. Πέντε εξ’ αυτών κατηγορήθηκαν για δωροδοκία και παράνομη συνεύρεση με τις κατηγορούμενες παλλακίδες, με αποτέλεσμα να τιμωρηθούν μαζί με τους συνωμότες. Οι τιμωρίες ήταν βαριές: δεκαεπτά από τους συνωμότες εκτελέστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι συμπεριλαμβανομένου και του Πενταουρέ και των διεφθαρμένων δικαστών εξαναγκάστηκαν να αυτοκτονήσουν ή να υποστούν φυσικούς ακρωτηριασμούς και κοινωνική απομόνωση.
Η αναζήτηση των αιτιών γένεσης και εξάπλωσης τέτοιων φαινομένων οικονομικών ατασθαλιών και πολιτικών σκανδάλων στη Φαραωνική Αίγυπτο είναι ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, που ξεπερνάει το περιεκτικό πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Αυτό που θα μπορούσε να επισημανθεί εδώ είναι ότι, για τις περιπτώσεις τουλάχιστον των κλοπών και συλήσεων των βασιλικών τάφων ή των φορολογικών υπεξαιρέσεων, ο λόγος που οδήγησε πολλούς ανώτερους αξιωματούχους να συνεργήσουν ή να συγκαλύψουν τις παρανομίες αυτές θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία της πολιτικής εξουσίας και κεντρικής οικονομικής διοίκησης να αναδιανείμει τα οφειλόμενα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες σωστά και σε εύλογο χρονικό διάστημα, ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε ιδιαίτερα έντονο σε περιόδους ισχνών μοναρχών και εξασθένησης της Φαραωνικής εξουσίας. Σε αυτήν την αιτιολογία θα πρέπει να προστεθεί και η αλλαγή που συντελέστηκε στις ηθικές αξίες της Αιγυπτιακής κοινωνίας προς το τέλος του Νέου Βασιλείου, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας εξασφάλισης των – εκτός συνόρων κυρίως – κεκτημένων της και της ηγεμονίας της.

Αναφορές:
Assmann, J. (1989), "State and religion in the New Kingdom", στο W.K. Simpson (επιμ.), Religion and Philosophy in Ancient Egypt, New Heaven, 55-88.
Assmann, J. (1990), Maat. Gerechtigkeit und Unsterblichkeit im alten Ägypten, Munich.
De Garis Davies, N. (1943), The Tomb of Rekh-mi-rè at Thebes, New York.
De Buck, A. (1937), "The Judicial Papyrus of Turin", Journal of Egyptian Archaeology 23, 152-64.
Edgerton, W.F. (1947), "The Nauri Decree of Seti I. A translation and analysis of the legal procedures", Journal of Near Eastern Studies 6, 219-30.
Gardiner, A.H. (1952), "Some reflections on the Nauri Decree", Journal of Egyptian Archaeology 38, 24-33.
Goedicke, H. (1963), "Was magic used in the harem conspiracy against Ramses III? (P. Rollin and P. Lee)", Journal of Egyptian Archaeology 49, 71-92.
Griffith, F.Ll. (1927), "The Abydos Decree of Seti I at Nauri", Journal of Egyptian Archaeology 13, 193-206.
Kemp, B. (2005), Ancient Egypt. Anatomy of a Civilisation, London.
Kousoulis, P. (2007), "Economy (Egypt)", "Laws and legal codes (Egypt)", στο P. Bogucki et al. (επιμ.) Encyclopedia of Society and Culture in the Ancient World, New York.
Kruchten, J.-M. (1981), Le Décret d’Horemheb, Brussels.
Mysliwiec, K. (2000), The Twilight of Ancient Egypt. First Milennium B.C.E., μτφρ. D. Lorton, Ithaca.
O’Connor, D. και D.P. Silverman (επιμ.) (1995), Ancient Egyptian Kingship, Leiden.
Peet, T.E. (1930), The Great Tomb-Robberies of the Twentieth Egyptian Dynasty, 2 τ., Oxford.
Redford, S. (2002), The Harem Conspiracy. The Murder of Ramesses III, Illinois.
Ritner, R.K. (1993), The Mechanics of the Ancient Egyptian Magical Practices, Chicago.
Vernus, P. (2003), Affairs and Scandals in Ancient Egypt, μετφρ. D. Lorton, Ithaca.

No comments: